Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Θυμούμαι μια φορά που ήρθε να μου κάνη βίζιτα στη Βιχτώρια — εκεί κατέβηκα — κι άλλη μια φορά που πήγα σπίτι του, στο γραφείο του κάτω· και τις δυο φορές καθήσαμε πολλή ώρα μαζί και μιλήσαμε κάμποσο, για πολλά πράματα, εννοείται και για τη γλώσσα.
Τι έγινεν όμως τόσον καιρό; πού επήγε, πού εστάθηκε, πώς ευρήκε το παιδί, πώς απόχτησε το τρεχαντήρι; κανείς δεν έμαθε ποτέ. Το παιδί μου έλεγε· το τρεχαντήρι μου· τίποτ' άλλο. Και αν εθάρρευε κανένας γέροντας κάποια γριά και τον ερωτούσε καταπού επέρασε τη ζωή του, αυτός εσούφρωνε τα φρύδια, το χέρι άπλωνε κ' έλεγεν αόριστα και μυστικά: — Πέρα κάτω· στην Άσπρη θάλασσα.
Έπειτα απίθωσαν τα γυαλιά τους απάνω στα χερόγραφα, λες κ' ήθελαν να δείξουν πως για τέτοια μελέτη τους ήταν άχρηστα. Ο Αλαμάνος σηκώθηκε από τη θέση του κ' έτρεξε στο παράθυρο. — Α! είπε, μόλις αντίκρυσε κάτω· βλέπω τη Δήμητρα, ίδια τη Δήμητρα να χύνη τους καρπούς άφθονους στον εκλεκτό της. Φτάσανε κ' οι άλλοι κ' εστριμώνονταν ποιος να ιδή καλήτερα στον κήπο.
Μεγάλα, κάτασπρα και μαλακά μαλλιά έπιπταν κάτω· εις ολίγον έγιναν μία στοίβα μεγάλη. — Ω! εσυλλογίζετο η Φωτεινή· κανείς πλέον δεν θα κρυώνη εις το σπίτι· δι' όλους θα κάμη η μητέρα μου σκεπάσματα!.. Έκοπτεν, έκοπτεν· εστάθη όμως έπειτα και έβλεπε με απορίαν. — Αλλ' αυτά, αντί να ολιγοστεύουν επάνω εις το αρνί, όσο τα κόπτω γίνονται περισσότερα! Ούτε ένα κάρρο ούτε δύο, δεν θα τα χωρέσουν!
Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι; — Μα πώς θα μαλώσης· επίμενε δειλά ο πατέρας σου· η θάλασσα είνε για όλους. — Δεν ξέρω 'γω για όλους για ξόλους· Είμ' εγώ εδώ· είνε δικό μου το λειβάδι. Άμα φύγω, ας έρθη άλλος να κάμη ό,τι θέλει. — Μα πώς; — Πάψε πια! τον έκοψεν ανυπόμονος ο Νικολός· δεν έχεις δίκηο· δεν σου φταίει η τύχη, μόνος σου φταις.
Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.
Εκείνα, τα οποία λέγεις, Κέβη, είναι, νομίζω, τοιαύτα επάνω κάτω· και τα επαναλαμβάνω πολλάς φοράς, διά να μη μας ξεφύγη κανέν και προσθέσης ή αφαιρέσης τίποτε, αν θέλης. Και ο Κέβης είπεν· Εγώ τώρα δεν έχω χρείαν ούτε ν' αφαιρέσω, ούτε να προσθέσω τίποτε. Αυτά δε είναι εκείνα, τα οποία λέγω.
Την έβανε για κάλτσα, δεν έκανε· την έβανε καπνοσακκούλα, ούτε· την ετραβούσεν από πάνω, από κάτω· την εμάζωνε, την άπλωνε, τίποτα! Τέλος την επέταξεν απελπισμένος, έφυγε και ακόμη την νομίζει μυστήριο! Άλλη μια φορά εκίνησε να πάη να πειράξη τη γυναίκα.
Κι' ενόμιζα πως έβλεπα ωραίας κόρης φάσμα από 'ψηλό παράθυρο να κατεβαίνη κάτω· δεν ήτο τίποτε, ψευδές της φαντασίας πλάσμα . . . ύπνον βαθύν η Βέρα μου ησύχως εκοιμάτο, Και να μην ξέρω ένα καν τραγούδι Ρωσσικό, να ξιππασθή 'στον ύπνο της με ήχους πατινάδας, και με αφρώδες ένδυμα να έβγη νυκτικό, καθώς εκείνας τας λευκάς των μύθων Ναϊάδας;
Σίγα λοιπόν και φέρε την χείρα εις τους οφθαλμούς σου τους τυφλούς, και όπλισε με αληθείς πτέρυγας την ψυχήν σου, και πέταξε πρώτον υψηλά, πολύ υψηλά, διά να θεωρήσης καλώς προς τα κάτω· και άφες, εάν δύνασαι, των οφθαλμών σου την αχλύν, ίνα καταπέση ως φθινοπωρινής πρωίας ομίχλη, όταν αι ακτίνες του ηλίου εξαποστέλλουσιν αυτήν ως σκιεράν θεραπείαν εις τα σκότη της νυκτός. . .,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν