Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Βεβαίως, κάποιος ξένος είχε σκοτώσει τον δράκοντα. Ζούσε όμως ακόμη; Η Ιζόλδη, ο Περινίς, και η Βραγγίνα έψαξαν πολλή ώρα: στο τέλος, μέσ' τα χορτάρια του βάλτου η Βραγγίνα είδε να λάμπη το κράνος του αντρειωμένου. Ανέπνεε ακόμη. Ο Περινίς τον πήρε στο άλογό του και τον επήγε μυστικά στην αίθουσα των γυναικών. Εκεί η Ιζόλδη αφηγήθη την περιπέτεια στη μητέρα της, και της εμπιστεύτηκε τον ξένο.
Και γω πώς θα μπορέσω να ζήσω; Το σώμα μου μένει εδώ. Έχεις την καρδιά μου. — Ιζόλδη, φίλη, φεύγω, δεν ξέρω για ποιον τόπο. Αλλ' αν ποτέ ξαναϊδής το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, θα κάμης ό,τι σου ζητήσω μ' αυτό;
Ο Τριστάνος είχε πολύ αδυνατίσει και δε μπορούσε πεια να μένη στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' από πολλές μέρες κλεισμένος στο παλάτι έκλαιγε για την Ιζόλδη που δεν ερχότανε. Τσακισμένος, παραλυμένος, θρηνεί, αναστενάζει. Λίγο θέλει για να πεθάνη από τον καϋμό του. Επί τέλους, φύσηξεν ο άνεμος και φάνηκε το άσπρο πανί. Τότε η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια εκδικήθηκε.
Της έδωκα υπόσχεσι, ότι αν είχε την καλωσύνη να μ' ελευτερώση από το θεριό, αν έπαιρνα ποτέ γυναίκα, ένα χρόνο ούτε θα τη φιλούσα ούτε θα την αγκάλιαζα. — Λοιπόν, είπεν η Ιζόλδη με τα Λευκά χέρια, θα το υπομείνω όπως μπορώ». Αλλά όταν η υπηρέτριες, το πρωί, της φόρεσαν τον πέπλο των παντρεμμένων γυναικών, γέλασε θλιβερά, και συλλογίστηκε ότι δεν είχε δικαίωμα σ' αυτό το στολίδι.
Έπειτα ο Τριστάνος μίλησε έτσι: «Άρχοντες, ναι, εσκότωσα το Μόρχολτ, αλλά πέρασα τη θάλασσα για να σας προσφέρω λαμπρή ικανοποίησι. Για να ξεπλύνω το άδικο, έβαλα τη ζωή μου σε κίνδυνο θανάτου και σας ελευθέρωσα από το θεριό. Και να που κατέκτησα έτσι την Ιζόλδη την Ξανθή. Θα την πάρω λοιπόν στο καράβι μου.
Αλλά ο Θεός, καθώς θα το ακούστε, την ελυπήθηκε. Λυπηθήτε την, και σεις άρχοντες! Εκείνη την ημέρα, ο Τριστάνος κι' ο Βασιληάς κυνηγούσαν μακρυά, κι' ο Τριστάνος δεν έμαθε αυτό το έγκλημα. Η Ιζόλδη εκάλεσε δυο σκλάβους: τους έταξε ελευθερία και εξήντα χρυσά Βυζαντινά, αν έδιναν όρκο ότι θα κάνουν το θέλημά της. Ωρκίσθηκαν. «Θα σας παραδώσω λοιπόν, είπε, μια κόρη.
Μια μέρα, οι άνεμοι έπεσαν, και τα πανιά κρεμόντανε, χαλαρωμένα, σ' τα κατάρτια. Ο Τριστάνος είπε κι' άραξαν σ' ένα νησί. Βαρυεστημένοι από τη θάλασσα, οι εκατό ιππότες της Κορνουάλλης και οι ναυτικοί κατέβηκαν στην παραλία. Μοναχά η Ιζόλδη με μια μικρή υπηρέτρια είχανε μείνει στο καράβι. Ο Τριστάνος ήρθε στη Βασίλισσα και προσπαθούσε να γαληνέψη την καρδιά της.
Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.
Αλλά ο Τριστάνος είχε φύγει. Ηύρε τον ιπποκόμο του και μ' ένα ελαφρό πήδημα βρέθηκε στη σέλλα. «Τρελλέ, είπε ο Γκορνεβάλης. Γρήγορα ας φύγουμε απ' αυτόν το δρόμο». Έφθασε τέλος στο ερημητήριο όπου ηύραν να τους περιμένουν τον ερημίτη που παρακαλούσε και την Ιζόλδη που έκλαιγε. Ο Μάρκος ξύπνησε τον εφημέριο και γραμματέα του και τούδωσε το γράμμα.
Σας παραγγέλνει αγάπη και σωτηρία. Βασίλισσα, να η γλώσσα της που τη φέρνουμε. — Φονηάδες, εφώναξε η Ιζόλδη, δώστε μου πίσω τη Βραγγίνα, την αγαπητή μου υπηρέτρια. Δεν ξέρατε ότι ήτανε η μόνη μου φίλη; Φονηάδες, δώστετή μου πίσω. — Βασίλισσα, σωστά έχουνε πη: «Η γυναίκα αλλάζει σε λίγες ώρες. Την ίδια ώρα η γυναίκα γελάει, κλαίει, αγαπάει, μισεί». Την εσκοτώσαμε, καθώς διατάξατε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν