United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το λιμάνι ήτανε το Βάιζεφορ, όπου κοίτονταν νεκρός ο Μόρχολτ, και η κυρία τους ήτανε η Ιζόλδη η Ξανθή. Μόνη αυτή, γνωρίζοντας τα φίλτρα, μπορούσε να σώση τον Τριστάνο. Αλλά μόνη αυτή μέσα σ' όλες της γυναίκες ήθελε το θάνατό του. Όταν ο Τριστάνος, ζωογονημένος από τα γιατρικά της, ανέλαβε και ξαναύρε της αισθήσεις του, κατάλαβε ότι τα κύματα τον είχαν ρίξει σ' ένα τόπο γεμάτο κινδύνους.

Γιατί τον υπωπτευόντανε ότι αυτός είχε συμβουλέψει την πανουργία. Αλλά ο Τριστάνος, κυττάζοντας τη χρυσή τρίχα, θυμήθηκε την Ιζόλδη την Ξανθή, εχαμογέλασε και μίλησε έτσι: «Βασιλέα Μάρκε, κακά και άδικα φέρεσαι. Δε βλέπεις ότι η υποψίες των αρχόντων από δω με εξευτελίζουν; Αλλά μάταια ετοίμασες αυτό το τέχνασμα: Θα πάω να ζητήσω την ωραία με τα χρυσά μαλλιά.

Καταραμένη νάναι η μέρα που γεννήθηκα, καταραμένη η μέρα που μπήκα σ' αυτό το καράβι! Ιζόλδη, φίλη, και σεις, Τριστάνε, το θάνατό σας ήπιατε!» ... Και πάλι το καράβι αρμένιζε για το Τινταγκέλ.

Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

Ο Ντινάς εγύρισε λοιπόν στο Τινταγκέλ, ανέβη τα σκαλιά, και μπήκε στην αίθουσα. Κάτω από το βασιλικό θόλο ο Μάρκος και η Ιζόλδη η Ξανθή, καθισμένοι, έπαιζαν ζατρίκι. Ο Ντινάς πήρε θέσι κοντά στη Βασίλισσα σ' ένα σκαμνί, για να παρακολουθήση τάχα το παιγνίδι, και δυο φορές κάνοντας ότι της δείχνει τα κομμάτια έβαλε το χέρι του στο ζατρίκι.

Όταν η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε ότι θα την έδιναν γυναίκα σ' αυτόν το θρασύδειλο, πρώτα γέλασε ώρα πολλή κ' έπειτα έκλαψε.

Συ που μέκλαιγες τρυφερά όταν με τα ίδια σου τα χέρια με πήγαινες στη βάρκα που δεν είχε ούτε κουπιά ούτε πανιά. .. Γιατί καλλίτερα να μη διώξης από την πρώτη μέρα το περιπλανημένο παιδί, που ήρθε να σε προδώση; Α! μα τι έβαλα λοιπόν με το νου μου; Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου, κ' εγώ γυιός σου. Η Ιζόλδη είναι γυναίκα σου και δεν μπορεί να μ' αγαπήση!». Η Ιζόλδη τον αγαπούσε.

Από τον άγνωστο τόπο όπου πηγαίνω, θα σας στείλω έναν απεσταλμένο. Θα του πήτε τη θέλησί σας και στην πρώτη πρόσκλησι, από το μακρυνό τόπο, αμέσως θα τρέξω». Στέναξε η Ιζόλδη και είπε: «Τριστάνε, άφησέ μου τον Χουσδάν, το σκύλλο σου. Ποτέ λαγωνικό δε θάχη φυλαχτή με μεγαλύτερες τιμές. Όταν τον βλέπω θα σε θυμάμαι και θάμαι λιγώτερο θλιμμένη.

Συχώρεσι ζητώ από το Θεό, το Βασιληά του κόσμου, και τον ικετεύω να μου δώση τη δύναμι να παραδώσω πάλι την Ιζόλδη στα χέρια του Βασιληά Μάρκου. Δεν είναι γυναίκα του, που την επήρε με το Νόμο της Ρώμης, μπροστά σ' όλους τους πλουσίους ανθρώπους του τόπου τουΑκουμπάει στο τόξο του, και πολλή ώρα θρηνεί ο Τριστάνος μέσα στη νύχτα.

Εγώ ξέφυγα, Ιζόλδη, και σένα θα σε σκοτώση. Για μένα την καίνε! Γι' αυτή, πρέπει κ' εγώ να πεθάνω». Ο Γκορνεβάλης του είπε: «Ωραίε άρχοντα, ησυχάστε, μην ακούτε το θυμό σας. Κυττάχτε αυτόν τον πυκνό θάμνο, το φραγμένο από πλατύ αυλάκι. Ας κρυφτούμε κει. Πολλοί περνάνε από το δρόμο. Θα μας πουν νέα.