Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Μπροστά σ' όλους, στην πόρτα του μοναστηριού, σύμφωνα με το νόμο της Αγίας Εκκλησίας, ο Τριστάνος παίρνει γυναίκα την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια. Μεγαλοπρεπείς ήταν οι γάμοι και πλούσιοι.
Πες της να θυμηθή της περασμένες μας χαρές, της μεγάλες λύπες, τους μεγάλους πόνους, και της χαρές, και της πίκρες της άδολης και τρυφερής μας αγάπης· να θυμηθή το μαγεμένο κρασί που μαζύ ήπιαμε στη θάλασσα· να θυμηθή τον όρκο που της έδωσα ότι μόνον αυτή θ' αγαπώ. Εκράτησα την υπόσχεσί μου!» Πίσω από τον τοίχο, η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια άκουσε αυτά τα λόγια. Σχεδόν ελιποθύμησε.
Αλλά το διαλυμένο δηλητήριο που βγήκε από την γλώσσα του τέρατος άναψε απάνου στο σώμα του, και ο αντρείος έπεσε λιποθυμισμένος στα ψηλά χορτάρια που ήσαν γύρω από τον βάλτο. Λοιπόν μάθετε, ότι ο φυγάς με τα σηκωμένα κόκκινα μαλλιά ήταν ο Αγκυγκεράν ο Ρούσσος, αυλάρχης του Βασιλέα της Ιρλανδίας, κι' ότι γύρευε την Ιζόλδη την Ξανθή.
Φεύγει η Ιζόλδη και τρέχει έως το δωμάτιό της όπου η Βραγγίνα την πέρνει ολότρεμη στα χέρια της. Η Βασίλισσα της διηγείται την περιπέτεια. Η Βραγγίνα φωνάζει: «Ιζόλδη, κυρία μου, ο Θεός έκανε μεγάλο θαύμα για σας. Είναι πατέρας πονετικός και δε θέλει το κακό των αθώων.»
«Βασίλισσα, είπε, το χρυσάφι είναι καλό» και βγάζοντας το δαχτυλίδι του Τριστάνου, τώβαλε δίπλα. «Κυττάχτε, Βασίλισσα: το χρυσάφι αυτής της πόρπης είναι πολυτιμότερο, κι' όμως κι' αυτού του δαχτυλιδιού το χρυσάφι την έχει την αξία του...» Όταν η Ιζόλδη ανεγνώρισε το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, τρεμούλιασε η καρδιά της κι' άλλαξε το χρώμα της, — φόβος την έκοψε τι θάκουγε.
— Ωραία, είναι πολύς καιρός που το ξέρω τόνομά σου. Ορκίζομαι στα μαλλιά μου που άλλοτε ήτανε ξανθά, ότι αν το λογικό έφυγε απ' αυτό το κεφάλι, σεις είσαστε η αιτία, ωραία. Σεις δεν ωφείλατε να φυλάχτε το ποτό που ήπια στην ανοιχτή θάλασσα; Το ήπια, με τη μεγάλη ζέστη, σ' ένα χρυσό ποτήρι, κ' έπειτα τώδωσα στην Ιζόλδη. Σεις μόνη το μάθατε, ωραία. Δε θυμόσαστε πεια;
— Όχι!» απάντησε η Βραγγίνα, και καταταραγμένη, ώρμησε προς το δωμάτιο της Ιζόλδης. Αλλά ο τρελλός έτρεξε πίσω της, φωνάζοντας «Έλεος!» Μπαίνει, βλέπει την Ιζόλδη, ορμά απάνω της, με τα χέρια τεντωμένα, θέλει να την σφίξη στο στήθος του. Αλλά ντροπιασμένη, βρεγμένη από ιδρώτα αγωνίας, οπισθοχωρεί κατά πίσω, τον αποφεύγει.
Αλλά οι βαρώνοι φώναξαν όλοι μαζύ, πλήθος: — Κάμετέ το, Μεγαλειότατε, κάμετέ το! Ό Βασιληάς είπε: «Το υπόσχομαι!» Μα η Ιζόλδη γονάτισε τότε στα πόδια του. «Πατέρα, δώσε μου πρώτα το φίλημα της ευχαριστίας και της ειρήνης, ως σημείο ότι θα το δώστε όμοια και σ' αυτόν τον άνθρωπο!» Όταν πήρε το φίλημα, πήγε και ηύρε τον Τριστάνο, και τον ωδήγησεν από το χέρι στη συνάθροισι.
Πάρε με στον ευτυχισμένο τόπο για τον οποίο μου μιλούσες άλλοτε. Στον τόπο από τον οποίο δε γυρίζουν, όπου λαμπροί μουσικοί τραγουδούν ρυθμούς χωρίς τέλος. Πάρε με! — Ναι, θα σε πάρω στον ευτυχισμένο τόπο των ζωντανών. Πλησιάζει ο καιρός. Μήπως μένουν πεια κι' άλλες πίκρες να πιούμε; κι' άλλες χαρές; Πλησιάζει ο καιρός. Όταν έρθη το πλήρωμα του χρόνου, αν σε καλέσω Ιζόλδη, θάρθης;
Κυττάχτε κει εκατό ιππότες από ψηλή γενειά έτοιμους να ορκισθούν στα λείψανα των Αγίων: ότι ο Βασιληάς Μάρκος στέλνει ειρήνη και αγάπη, και ότι το θέλημά του είναι να τιμήση την Ιζόλδη σαν αγαπημένη του νόμιμη γυναίκα. Και ότι όλοι οι άντρες της Κορνουάλλης θα την υπηρετήσουν σαν κυρία τους και σαν βασίλισσά τους!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν