Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
... Στην κορυφή των επάλξεων και των πυργίσκων του Τινταγκέλ, η αυγή φωτίζει της μεγάλες πράσινες και βαθυκύανες πέτρες . . . Η Ιζόλδη ξαναηύρε τη χαρά της: η υποψίες του Βασιληά Μάρκου διαλύονται. Απ' εναντίας οι προδότες καταλαβαίνουν, ότι ο Τριστάνος είδε τη Βασίλισσα. Αλλά η Βραγγίνα φυλάει καλά, και άδικα παραμονεύουν.
Αλλά, καθώς θα το δήτε πάρα κάτω, θα πάη με αισχρό θάνατο. Ο Βασιληάς διάταξε και του σέλλωσαν το άλογο, έζωσε το σπαθί του, και ολομόναχος, έφυγε από την πολιτεία. Καλπάζοντας, θυμήθηκε τη νύχτα όπου είχε πιάσει τον ανηψιό του: τι τρυφερότητα είχε δείξει τότε για τον Τριστάνο η Ιζόλδη η Ξανθή, με το φωτεινό πρόσωπο. Αν τους πιάση, ω! πώς θα τιμωρήση τα μεγάλα τους κρίματα!
Βασίλισσα Ιζόλδη δε θυμόσαστε εκείνη την τόσο ωραία, την τόσο θερμή μέρα μέσα στην πλατειά θάλασσα; Είχατε δίψα!, δε θυμώσαστε, ω κόρη Βασιληά; Στο ίδιο ποτήρι ήπιαμε μαζύ. Από τότε είμαι παντοτεινά ζαλισμένος από κακό μεθύσι...» Μόλις άκουσε η Ιζόλδη αυτά τα λόγια, που μοναχά αυτή και κανένας άλλος μπορούσε να καταλάβη, έκρυψε το κεφάλι μέσα στο μαντύα της, σηκώθηκε και θέλησε να φύγη.
Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.
Αλλά όταν τη νύχτα του γάμου έρθη η στιγμή που αφήνουν μοναχούς τους συζύγους, θα χύσης αυτό το κρασί σ' ένα ποτήρι, και θα το παρουσιάσης στο Βασιληά Μάρκο και στην Ιζόλδη να το πιούν μαζύ. Πρόσεξε, κόρη, καλά ώστε μονάχα οι δυο τους να μπορέσουν να πιούν απ' αυτό το ποτό.
Αφού το αποτελείωσε με μαγικές τέχνες, τώκλεισε μέσα σ' ένα μπουκαλάκι και είπε κρυφά στη Βραγγίνα. — Κόρη, θακολουθήσης την Ιζόλδη στη χώρα του Βασιληά Μάρκου, και θα την αγαπάς με πιστή αγάπη. Πάρε λοιπόν αυτό το μπουκαλάκι με το κρασί και κράτα καλά τα λόγια μου. Κρύφ' το με τέτοιον τρόπο ώστε κανένα μάτι να μη το ιδή και κανένα χείλι να μη τ' αγγίση.
Και σκυμμένες απάνω στο πελώριο πτώμα, μητέρα και κόρη, ξανάλεγαν ατελείωτα το παινετικό μοιρολόγι του νεκρού και ρίχνανε την ίδια κατάρα κατά του φονηά. Και με τη σειρά της μία μία γυναίκα έπαιρνε το μοιρολόγι. Από κείνη την ημέρα, η Ιζόλδη η Ξανθή έμαθε να μισή το όνομα του Τριστάνου του Λοοννουά. Αλλά στο Τινταγκέλ, ο Τριστάνος έλυωνε: φαρμακωμένο αίμα έτρεχε από της πληγές του.
Η Ιζόλδη το πρόσεξε και είπε μέσα της. «Γιατί τάχα να γέλασε αυτός ο ξένος; Μήπως έκανα τάχα τίποτε που να μη στέκη; Μην παραμέλησα καμμιά από της περιποιήσεις που μια κόρη ώφειλε να του κάμη; Ναι, ίσως να γέλασε επειδή ξέχασα να γυαλίσω τα όπλα του που τα μαύρισε το δηλητήριο».
Ευλόγησε τον Τριστάνο και τους εκατό ιππότες που με το καράβι του κινδύνου είχανε πάει να βρουν τη χαρά των ματιών του και της καρδιάς του. Αλλοίμονο! Το καράβι σου κομίζει και σένα, ευγενικέ Βασιληά, το τραχύ πένθος και τα μεγάλα μαρτύρια. Δέκα οχτώ μέρες αργότερα, συνάθροισε όλους τους βαρώνους, και έκανε το γάμο του με την Ιζόλδη την Ξανθή.
Τότε η Ιζόλδη υπεκλίθη μπρος σ' τον πατέρα της, και είπε: « Βασιληά, υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος, που ισχυρίζεται ότι μπορεί ν' αποδείξη τον αυλάρχη σας ψεύτη και άπιστο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν