Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
ΠΕΛ. Να σ' ορίσω, κυρ αστρονόμο, δεν ξέρω, εγώ έφερα να πουλήσω κάμποσα λαγοτόμαρα, κάμποσ' αλούπια, τυριά βούτηρα και τραχανά· είχα στείλει και τον παραγιό μου με καμπόσαις γίδαις στέρφαις π' ούχα στην παλιοστανή μου και τα πούλησα όλα, κι' έκαμνα το λογαρισμό μου — σα με τζούκλωσε η πείνα, ήρθα να την τηλώσω σ' τη λοκάντα, ηύρα και την αφεντιά τους εδώ, κι' είπαμε να κάμουμ' ένα γλέντι — και να σ' ορίσω γλεντάγαμε όμορφα και καλά — σα θε ν' άρθη το μαγκούφι έρχεται — αρβανίτης τ' όβαλε στη μπουρίνα πγια σα θα το φέρ' διάβολος, και σ' τα καλά καθούμενα, τζακωθήκανε με τον κρητικό — το τζάκωμά τους τ' ήτουνα, να σε ορίσω, δεν ξέρω τι ήτουνα, — δεν έβανα αυτί ν' ακρουμαστώ καλά καλά, — εγώ ακούς με, τόσο τόσο δε συλλογιούμαι για ξέναις έννοιαις — τήρα δώ, το νιτερέσω μου κυττάζω κι' άρα μάρα, ήλιος.....
— Μωρέ ποιος είσαι συ; ερωτάν. — Εγώ, ο μούτσος, ο κασιδιάρης· κουφάρι ήμουν περιστέρι γίνηκα· φτερά έχω να πετάξω στα επουράνια. Τρέχουν κοντά· τον κυτάζουν αποδώ, τον φέρνουν αποκεί, τον καλογνωρίζουν. — Αμ ποιος σ' έκαμ' έτσι; — Έτσι κ' έτσι· ηύρα τ' αθάνατο νερό. — Πώς; — πού; — Μέσα στη σπηλιά. Ακούνε και θαυμάζουν, ρίχνουν ό,τι είχαν στα χέρια τους και τρέχουν στη σπηλιά.
Αυτοί με όρκους και πολλά ταξίματα κέρδους τέλος με κατέπεισαν και έκλινα εις την γνώμην των. Τότε εξεκαθάρισα τους λογαριασμούς μου και ηύρα την περιουσίαν μου έξ χιλιάδας φλωριά μετρητά· έπειτα ερωτώ και αυτούς πόσον είνε το κέρδος των, και μου απεκρίθησαν ότι τα εζημιώθησαν όλα, μόνον να λάβω ευσπλαχνίαν να τους κυβερνήσω.
Τούτο το θέαμα μ' εγοήτευσεν· εκάθησα επί ενός αρότρου, που έκειτο απέναντι, και με πολλήν ευχαρίστησιν εζωγράφιζα την στάσιν των μικρών αδελφών, επρόσθεσα και τον πλησίον φράκτην, την θύραν μιας σιταποθήκης και μερικούς σπασμένους τροχούς αμάξης, όλα όπως εύρίσκοντο το ένα πίσω από τ' άλλο. και μετά παρέλευσιν μιας ώρας ηύρα ότι είχα κάμει εικόνα καλά διαταγμένην και πολύ ενδιαφέρουσαν, χωρίς το ελάχιστον εκ μέρους μου να προσθέσω.
Τ' απόγιομα εκείνο, μόλις προσπέρασα το κατώφλι της αυλόπορτας του Ζώη τ' Αζώηρου κ' ηύρα τους συνετισμένους μουστερίδες του, τους γερόντους κι αρβανιτάδες, συμμαζωγμένους 'ς ένα μπάγγο, απανωτούς, με καρφωμένα και μάτια και νουν απάνου σε μιαν εικόνα, που βαστούσε καταμεσής ο Ζώης 'ςτα χέρια του. Ούτε μ' ένοιωσαν όταν εμπήκα. Τους εσίμωσα κ' ετήραξα κ' εγώ την εικόνα.
Εγώ ναι εγώ — και δεν έλεγε πως αυτός ήταν πρώτος κούκκος — μόνος μου ηύρα την τύχη μου. Την έπιασ' από τα μαλλιά και την έσυρα υποταχτική μου. Ας το κάμουν κι' άλλοι. Εγώ μην περιμένουν να τους δώσω τίποτα! Είπα πως επήγαν όλοι και του εμίλησαν. Ένας μόνον δεν επήγε· ο Μανωλιός. Φιλότιμο παιδί. Δεν επλησίασε τον θείο του παρά όταν αρραβώνιασε και την τελευταία του αδερφή.
— Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι.
Μαθαίνοντας αυτός ο πραγματευτής την δυστυχίαν του γαϊδάρου από τον γεωργόν, το βράδυ αφού αποδείπνησεν, εβγήκεν έξω το φεγγάρι με τα παιδιά του και με την γυναίκα του, σιμά οπού ήτον το παχνί του γαϊδάρου, και του βοϊδιού, διά να ακούση τι θέλει ειπεί ο γάιδαρος του βοϊδιού δι' όσα έπαθε· τότε ακούει τον γάιδαρον και λέγει· τι σου φαίνεται, φίλε; πώς περνάς; Απεκρίθη το βόιδι· σε ευχαριστώ, αγαπητέ μου φίλε, διά την συμβουλήν που μου έδωκες· αφού έφυγες εσύ εγώ έφαγα όσα άχυρα ηύρα, και αναπαύθηκα έως το βράδυ, και τώρα είμαι ευχαριστημένος.
— Ποίας; Της ηγουμένης που μ' έστειλε. — Ό,τι θέλεις, είπε μειδιώσα η Βεάτη. — Πώς ό,τι θέλω; — Πε της ότι δεν με ηύρες. — Δεν σε ηύρα; Πώς γίνεται; — Πώς δεν γίνεται; επανέλαβε φαιδρά η Βεάτη. — Τότε θα μου πη, μην έφυγε το μαγειρείο από τον τόπον του; — Ειμπορεί και να έφυγε, απήντησεν απροσέκτως η Βεάτη. — Και τότε; — Τότε; — Η ηγουμένη θα μου πη πως ετρελλάθηκα. — Ας σου πη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν