Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025
Ευθύς που σε είδα, ελαβώθη η καρδιά μου προς εσένα, και από εκείνην την βραδειάν καμμίαν ανάπαυσιν δεν ηύρα, επειδή η ωραία σου μορφή δεν ήτον βολετόν να λείψη από έμπροσθεν των οφθαλμών μου, αν δεν ήθελες δείξει κάποιαν καλωσύνην προς εμέ, καθώς μου έδειξες.
Με ευχαρίστησε και ανέβη. 17 Μαΐου. Έκαμα διαφόρους γνωριμίας, συντροφιά δεν ηύρα ακόμη καμμίαν. Δεν εξεύρω τι ελκυστικόν έχω διά τους ανθρώπους· με αγαπούν τόσοι απ' αυτούς και προσκολλώνται εις εμέ, και τότε λυπούμαι, όταν ο δρόμος μας μόνον επί μικρόν διάστημα είναι μαζί. Αν ερωτάς πώς είναι εδώ οι άνθρωποι, πρέπει να σου απαντήσω: καθώς παντού!
Το ηύρα πεταγμένον μέσα από το παράθυρόν μου. ΓΛΟΣΤ. Γνωρίζεις το γράψιμον του αδελφού σου; ΕΔΜ. Αν έγραφε καλά πράγματα, θα έπαιρνα όρκον ότι είναι το γράψιμόν του. Τώρα όμως εύχομαι να μην είναι ιδικόν του. ΓΛΟΣΤ. Ιδικόν του είναι! ΕΔΜ. Το έγραψε με το χέρι του, αυθέντα μου, αλλ' όχι και με την καρδιάν του ελπίζω. ΓΛΟΣΤ. Δεν σου έκαμεν άλλοτε ομιλίαν δι' αυτήν την υπόθεσιν;
Λαμβάνοντας το λοιπόν τα φλωριά και την ελευθερίαν μου, εβγήκα από την Γολκόνδα, και ερχόμενος εις το παραθαλάσσιον ηύρα ένα καράβι, εις το οποίον εμβαίνοντάς με ευτυχισμένον καιρόν εφθάσαμεν εις το Σουράτ. Εκεί αποφάσισα διά να σταθώ έως που να εύρω κανένα άλλο καράβι, με το οποίον να επιστρέψω εις την Μπάσραν. &Συμβεβηκός Δ'. του Αμπουλβάρη.&
Εντός της οικίας και περί αυτήν δεν εφαίνετο ψυχή, αλλ' εις τον κήπον γέρων κηπουρός έσκαπτε μετά κόπου το χώμα. Ανεγνώρισα την μορφήν του. Ήτο ο ιδικός μας κηπουρός, ο γέρων Γιάννης του οποίου την θυγατέρα ηύρα υπηρετούσαν εις την οικίαν του Μαυρογένη εις Τήνον.
Μόλις ετελείωσεν η ιστορία, ότε η παπαδοπούλα με τον ονομαζόμενον κύριον Σμιθ ήρχετο διά του κήπου· εφίλησε την Καρολίναν με διαχυτικότητα, και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν την ηύρα άσχημην· μία μελαχροινούλα, ζωηρά και με ωραίον ανάστημα, που θα μπορούσε να καλοδιασκεδάση κανένα για λίγον καιρό εις την εξοχήν.
Εγώ διά να κάμω τέλειον το καλόν υπήκουσα και την επήρα εις τες πλάτες μου, και την έφερα εις την χώραν, και βάνοντάς την εις ένα σπήτι που ευθύς ηύρα, επήγα και έκραξα ένα ιατρόν διά να την ιατρεύση· και μετά δύο ημέρας που αγροικήθη κομμάτι καλύτερα, έγραψε μίαν γραφήν και βάνοντάς μου την εις το χέρι, μου είπε· Σύρε τούτην την γραφήν εκεί που συνάζονται οι πραγματευτάδες· ζήτησε έναν που τον λεν Μαϊάρ, και δος του την εις το χέρι και έπαρε εκείνο που θα σου δώση.
Εξήλθε και επλήρωσεν εκλεκτού οίνου μικράν φιάλην, και εξηκολούθησεν η ψαλμωδία των μελωδικών ασμάτων του Δαμασκηνού. — Νά που σου ηύρα ζωντανά κεριά! Λέγει προς εμέ ο κυρ-Στρατής. Δεν θα ψάλης το «Μάγοι Περσών βασιλείς;» Και ενθαρρύνων με: — Εις υγείαν και των ζωντανών! κράζει, συγκρούων το ποτήριόν μου με το ιδικόν του. Ανεθάρρησα αιδούμενος μάλλον.
Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ.
Όλες αυτές οι διήγησες και ομιλίες πολλήν περιδιάβασιν μου έδωσαν· μα αλλοίμονον εις εμέ, τον καιρόν που εγώ ήμουν εις αυτήν την χαράν, η κασσέλα μου, η ακριβή μου κασσέλα, όργανον των θαυμαστών μου κατορθωμάτων εκαίονταν εις τον λόγγον· κατά πως φαίνεται καμμία σκανζιλήθρα που δεν απείκασα από τες φωτιές που έκανα, θα έμεινε μέσα και την έφθειρεν, οπόταν ήμουν ξέμακρα από αυτήν· ώστε που εις τον γυρισμόν μου την ηύρα όλην καμμένην.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν