Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Ιουνίου 2025


Από το σημάδι το οποίον ηύρα εντός της Μ α τ θ ί λ δ η ς συμπεραίνω, ότι η κυρία αδελφή σας, εις την οποίαν είχα δανείσει το βιβλίον, δεν το ετελείωσεν ακόμη. Δι' αυτό σας το επιστρέφω, και σας παρακαλώ να το βάλετε πάλιν όπου το ηύρατε. Κρατώ δε τας ευχάς σας και σας ευχαριστώ δι' αυτάς από καρδίας. Μαρία.

Τώρα τελευταία ήλθα στη βρύση και ηύρα μίαν νεάνιδα υπηρέτριαν ήτις είχε βάλει το σταμνί της εις το τελευταίον σκαλοπάτι και εκύτταζε τριγύρω μήπως ήρχετο καμμία φιλενάδα της διά να την βοηθήση να το βάλη στο κεφάλι της. Κατέβην, και την εκύτταξα κατάματα. Να σε βοηθήσω, κορίτσι μου! της είπα. — Αυτή κατακοκκίνησε. Κύριέ μου, είπεν, ευχαρίστως! Ετοίμασε το στεφάνι της, και εγώ την εβοήθησα.

Ο είς των χωρικών εχειρονόμει, κ' εδείκνυε προς τα εκεί, και ισχυρίζετο ότι το χωράφιον το ιδικόν του είχε σύνορον ακριβώς τον τρίτον βράχον προς τα δεξιά. — Εγώ το ηύρα παππουδικό μου, έλεγε· δε ρωτάς και το Γιάννη της Ψαροδήμαινας, που είμαστε γειτόνοι, εδώ και τριάντα χρόνια...

Είπε ο Λάμπρος, πηδώντας από τον τόπο του, σαν τώρα να το πρωτάκουσε, σα να μη το 'χε ακούσει από την πόρτα ακόμα. Η μάνα δεν εμίλησε μηδέ τώρα, κατέβασε μοναχά τα φρύδια. Ο Λάμπρος κράταε ακόμα το ρώτημά του. — Σκότωσες το Μπεϊλούλαγα! Και πώς έκαμες, μπρε παιδί μου; — Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα.

Τώρα πλέον δεν ημπορείς να με γελάσης. Αλλά εκεί όπου επέστρεφεν, εις έν μέρος όπου οι δρόμοι εσταύρωναν, απαντά τον μικρόν Κλώσον με τα πρόβατα. — Τι είναι τούτο! φωνάζει ο μεγάλος Κλώσος. Δεν σε έπνιξα προ ολίγου; — Ναι, απεκρίθη ο άλλος, με έρριψες εις τον ποταμόν. — Και πού ηύρες αυτά τα ζώα; — Αυτά είναι ζώα του νερού, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Να σου είπω πώς τα ηύρα.

Εξαναγύρισα το λοιπόν την ερχομένην ημέραν εις τον ίδιον καφενέ, και ηύρα εκεί πάλιν τον γέροντα· επήγα εις αυτόν πρώτον από τους άλλους και επρόσφερα την πραγματείαν μου. Αυτός αφού επήρε καμπόσον μπάλσαμον με έκαμε πάλιν να ξανακαθήσω κοντά του και με εβίασε τόσον διά να του διηγηθώ την ιστορίαν μου, που δεν ημπόρεσα πλέον να του το αρνηθώ.

Εκεί ηύρα μία νέαν Κυράν με πολλά σίδερα δεμένην χέρια και πόδας, και είχε το κεφάλι κατεβασμένον εις τα γόνατά της, και εθρηνούσε την κατάστασίν της. Επλησίασα εις αυτήν παρακινούμενος από ευσπλαχνίαν, διά να την ελαφρώσω, μα τι λογής εστάθη ο θαυμασμός μου, οπόταν εκείνη εσήκωσε το κεφάλι, και εγνώρισα εις εκείνην την δυστυχισμένην την ευργέτιδά μου, την ωραίαν Γουλνάζε!

Ενεχείρισεν εις τον Κουμπήν έν μικρόν δέμα, εντός μεταξωτού προσοψίου, επίπεδον, κυκλοτερές. — Αυτό το ηύρα μέσ' τη βάρκα, είπεν. — Α! κ' εγώ τα ξέχασα, είπεν ο Κουμπής. Ήσαν στέφανα του γάμου, τα oποία ο Κουμπής είχε κατασκευάσει, φαίνεται λάθρα, και ιδιοχείρως την ώραν που η Κουμπίνα είχε κινήσει να υπάγη στον Άι-Προκόπην μαζί με την Λελούδαν.

Ο Μάχτος ησθάνθη σπαραγμόν, και η τελευταία αύτη φράσις εκόπη εις δύο πριν ή εξέλθη εκ των χειλέων του. Μετά την ανησυχίαν, ην πρότερον ησθάνθη, τώρα του ήρχετο υπόνοια και ζηλοτυπία όλως αδικαιολόγητος. — Και τι θέλεις να κάμω, μικρέ μου; — Να σου λέγη πού θα πάγη, να το ξεύρης. — Πού θα πάγη; Αυτή κάμνει όλαις ταις δουλειαίς. — Αλλά δεν την ηύρα πουθενά. — Τι την ήθελες; — Θέλω να της 'πω.

Ωμίλησα με την θείαν μου και δεν την ηύρα καθόλου κακήν γυναίκα, ως μας την παριστάνουν· είναι φαιδρά και οξύθυμη γυναίκα με καλλίστην καρδίαν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν