Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.

Με θρήνους το κατάστενο διαβαίναμε οι θλιμμένοι• εδώθ' η Σκύλλα, και άντικρυς η Χάρυβδις η θεία 235 είχε τα πικρά κύματα φρικτά ξαναρουφήσει• και ότε τα εξέρνα, ως με πολλήν φωτιά βράζει κακκάβι, γουργούριζ' όλη ανάκατη, κ' η άχνη της πετιόνταν ανάεραταις κορυφαίς του ενός και του άλλου βράχου. και ότε τα πικρά κύματα ξαναρουφούσε, πάλιν 240 ανάκατη όλη εφαίνονταντα βάθη, κ' εβροντούσε ο βράχος όλος φοβερά, και η γη κάτω εφαινόνταν μαύρητον άμμο• κ' έπαιρνεν αυτούς αχνή τρομάρα. κ' ενώ κυττάζαμεν αυτήν με φόβο του θανάτου, μ' άρπαξ' η Σκύλλ' απ' το βαθύ καράβι έξι συντρόφους, 245 οπούτην δύναμι πολύ και 'ς τ' άρματα επρωτεύαν. και όπως το πλοίο γύρισα να ιδώ και τους συντρόφους, επάνω μ' ήδη νόησα τα πόδια και τα χέρια εκείνων, απ' ανάερα σηκόνονταν, κ' εμένα καλούσαν, ύστερη φορά, κατ' όνομα οι θλιμμένοι. 250 και απ' άκρη βράχου ως ο ψαράς μ' ένα μακρύ καλάμι, 'ς τα μικρά ψάρια δόλωμα προσφέροντας, βυθίζει το ταύρινο το κέρατο, και άμα το ψάρι πιάση ευθύς το ρίχν' εις την ξηρά, κ' εκείνο λακταρίζει• όμοι και αυτοί λαχτάριζαντα βράχη αναιβασμένοι, 255 κ' εκεί, 'που αυτή τους έτρωγετην θύραν, εφωνάζαν, προς με τα χέρια απλώνοντας, 'ς του χάρου την οδύνη. άλλο, 'σαν κείνο, ελεεινό τα μάτια μου δεν είδαν, 'ς όσά 'παθα της θάλασσας τους δρόμους ερευνώντας.

Μα είχαν τη γλύκα τη μελένια και τον ολόθερμο χυμό και το βαρύ άρωμα που τους έδωκε ο φοβερός ήλιος κ' η αναμμένη αμμουδιά της πατρίδας τους. Γιατί εσπάρθηκαν στην έρημο, εκεί γεννήθηκαν κι ανατράφηκαν εκεί, μέσα στα καραβάνια των προσκυνητάδων, στους κοφτερούς δρόμους της Μέκκας και της Μεδινάς, ανάμεσα στης καμήλας τον πίννο και στα βελάσματα των κοπαδιών.

Ω Κράτος, μην του παίρνεις του Ρωμιού το ενδιαφέρο για το χωριό του, μην του κάνεις σ υ σκολειά, μη του διορίζεις σ υ τους δασκάλους, μην του φυλάς σ υ ταμπέλια, τα χωράφια, τα δάση, μην του φτειάχνεις σ υ τους τοπικούς δρόμους, γιατί τον λύνεις έτσι από τους δεσμούς του με το χωριό του. Συ έχεις άλλες δουλειές γενικώτερες. Αυτές να κοιτάζεις!

Είτανε μια κατοικία με πολλές μεγάλες κάμαρες, με στραβωμένα παράθυρα, με λεκιασμένους τοίχους και μεγάλες βεράντες παλαιού ρυθμού, μια στενόμακρη, που έβγαινε στην αυλή, και μια μικρότερη, που είχε θέα προς έναν κήπο με χορταριασμένους δρόμους κι ακλάδευτα φραουλόθαμνα, προς τις βελανιδιές μακριά και τον ήσυχο φωτεινόν κόλπο, που τριγυρισμένος όπως είταν από την πρασινάδα έμοιαζε μ' ατάραχη λίμνη.

Να μου φέρης τους παράδες που μούφαγες, γιατί θα σου βγάλω το ρημάδι σου στο σφυρί...»· Κ' έφυγε. Μούρθε ζάλη. κ' έχασα τον κόσμο, πήγα να σωριαστώ κάτω. «Εγώ σούφαγα παράδες;..» πήγα να του πω. Δεν μπόρεσα. Μου πιάστηκε η φωνή. Με πήρανε και με πήγανε στο σπίτι... Την περασμένη Κυριακή μούβγαλε το σπίτι στο σφυρί. Στους δρόμους μας πέταξε, να πεθάνωμε... Το παράπονο τον έπνιγε.

Αν είναι τώρα δεμένο με δασκαλήσιες αλυσίδες και χαλινάρια, αν ταγίζεται με χορτάρι ξενοφερμένο, αν άλλο δεν κάμνη παρά να κλωτσάη και να χλιμιντράη μέσα στα σκοτάδια του σταύλου, θανατείλη η μέρα που σε ρωμαίικη απάνω πρασινάδα θα χαίρεται, θα γοργοπηδάη και θα τρέχη, και τότες, σώνει να το κρατάη γερά ο καλότυχος ο καβαλάρης του, και να δης τι δοξασμένους δρόμους θα μας χαράζη με τα φτερωτά του καλπάσματα.

Ενώ το αμάξι έτρεχε στους δρόμους, μιλούσα με τον εαυτό μου άφωνα κ' έκλαιγα από χαρά και πόνο: «Είναι τόσο ωραίο να τονέ θυμάται και να μου το λέη ένας άνθρωπος που τον πήγε μόνο με το αμάξι. Και να πεθάνη αυτός; Υπάρχουν εκατομμύρια παιδιά που ζουν. Γιατί πρέπει να πεθάνη το δικό μουΠοτέ δεν έτρεξα με το αμάξι τόσο γλήγορα και ποτέ δε μου φάνηκε μακρήτερος ο δρόμος.

Όμοιον προς την αυγήν η οποία έρχεται διά τον αλήτην χωρίς φίλον και στέγην, που βαδίζει εις τους απεράντους και ερημικούς δρόμους μιας νύκτας του χειμώνος, τόσον ασαφές, τόσον αργόν, τόσον διστακτικόν, και τόσον ακόμη χαρούμενον εφαίνετο εις εμέ το φως της ψυχής. Τέλος, καθ' όλον τον χρόνον της τάσεως μου προς την καταληψίαν, η υγεία μου ήτο καλή.

Για τους δύο αυτούς όμως άλλο δε δύνεται άνθρωπος να πη παρά θαμασμό για την αρετή τους και για την καλοθελησιά τους, που της έφεραν της Ελλάδας ό,τι μπορούσε ξένος να της δώση, κι όχι από ματαιοσύνη καθώς οι άλλοι, παρ' απ' αληθινό φιλελληνισμό. Χτίσανε χώρες, χάρισαν αυτονομίες, παραχώρησαν προνόμια, φτειάξανε βρύσες, λουτρά, δρόμους, τεχνουργεία.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν