United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


"Δος τηνα, μάννα, δος τηνα την Αρετή στα ξένα, Στα ξένα 'κει που περβατώ, στα ξένα που πηγαίνω, Νάχω και γω παρηγοριά, νάχω και γω κονάκι.„ "Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, κι άσκημ' απηλογήθης.

Η γλώσσα όχι μόνο μορφωμένη δεν είτανε τότες, μα κανένας ακόμα δεν την είχε γράψει για φιλολογικό, καλλιτεχνικό, επιστημονικό σκοπό. Και γω βγήκα να τους μιλήσω μ' ένα είδος ακαδημαϊκό ύφος, σα να γράφουνταν τάχατις αιώνες κ' αιώνες και σα να είτανε πια συνήθεια να μιλή κανείς, να παίζη, να χαμογελάη, να συζητά για τα πιο σπουδαία ταντικείμενα σ' αφτή μας τη γλώσσα, τη δημοτική.

Τ'ν' είδια, μπάρμπα, απήντησε το παιδίον. — Και πού πάει; — Ξέρου 'γώ. Ο κυρ-Μοναχάκης εσηκώθη εν αδημονία, και με οργίλην χειρονομίαν έκαμε να τινάξη το τσιμπούκι του εις το έδαφος. Το πρώτον παιδίον, το όποιον ίστατο πέντε βήματα απ' αυτού, ετρόμαξε, φοβηθέν μη φάγη καμμίαν με το τσιμπούκι, και έτρεξε να φύγη. Το δεύτερον παιδίον έξω της θύρας έγεινεν άφαντον όπισθεν του τοίχου.

Ως οι Τρωαδίται την Ελένην, ούτω και οι Σουλιώται έτρωγον διά των οφθαλμών το άλογον του Αλή: Ο Λάμπρος τ' ώβλεπε κι' από τη ζήλεια Κρυφά αναστέναξε, δαγκάει τα χήλια. «Άτι περήφανο να σ' είχα 'γώ Μέσατα Γιάννινα ήθελα μπω

τα ξένα ταξειδεύει τώρ' ο άνδρας της· πηγαίνειτο Χαλέπι το καράβι του· κ' εγώ εκεί θα 'πάγωένα κόσκινο· θα είμ' ένα ποντίκι με χωρίς ουρά , να κάμω και να κάμω, να της δείξω 'γώ! Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Θα έχης από 'μένα έναν άνεμον. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Ευχαριστώ. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Σου δίδω άλλον ένα 'γώ.

Εκεί που η ζερβιά παλάμη μου χεράκωνε την αμασχάλη της την τρυφερή και το δεξί χέρι μου κράταε το σκληρό κουτσάκι του σαμαριού για να μη γέρνη, τότες έννοιωσε αυτή το πρόσωπό της νοτισμένο ακόμα κ' είδε βρεμμένα και τα μπροστινά ρούχα της. — Κύτταξε, μου είπε, πώς έγεινα από τα νερά κει πώπεσα. — Δε σ' έβρεξε η ρεμματιά, σ' εράντισα γω με τα χέρια μου για να σε συνεφέρω.

Παρατήρησαντο παρατήρησα και γω στην παράδοση μουπου ποτές κανένας Γραικός δεν πάει νακούση μαθήματα, άμα γίνεται λόγος σ' ένα μάθημα για τη μεσαιωνική και τη σημερνή ιστορία και γραμματική της γλώσσας μας. Θαρρεί που τέτοιο μάθημα δεν τόχει ανάγκη. Ο Γραικός αγαπά να πιστέβη πως τα ξέρει όλα, και μάλιστα που ξέρει τα γραικικά. Μήτε στοχάζεται που μπορεί να μην τα ξέρη.

Όχι σαν αυτές τις πλύστρες του δρόμου που αραδιάζεις εσύ στις φυλλάδες σου. Ο Σιορ Συντάχτης αυτές τις έχει για το στόμα του μονάχα. Για το μιντέρι του, όχι. Στο μιντέρι καθίζουμε γω κ' οι αμέτρητες οι αδελφάδες μου. Κοίταξέ μας πώς φέγγουμε στην πάστρα, από τη μιαν άκρη στην άλλη. Κοίταξε αυτή την αράδα: «Ολίγου δειν εματαιούτο ο του μεγατόλμου ιεράρχου αγών». κι αυτό δεν είναι τίποτις.

Δεν είνε καλλίτερος απού τον Ανεγνώστη; — Χίλιες χιλιάδες βολές, είπε με ζωηρότητα η Πηγή, της οποίας η καρδία είχεν αρχίσει να κτυπά ως κώδων εορτής. — Αι, μάθε πως τα συφωνήσαμε με τον αφέντη σου ... Σε λέω παιδί μου και θα γενής αληθινό παιδί μου ... Σάφινα 'γώ να σε πάρη ο Τερερές ο σακάτης; Ο άντρας απού θα πάρης θάνε νιος και γερός σαν εσένα και καλόγνωμος σαν και σένα.

Δε βάσταξε πια τότες, μόνο ξεφώνησε « Τώρα τα βλέπω και γω με τα μάτια μου όσα τόσους χρόνους τάκουγα και δεν τα πίστευα, τόσα αξετίμητα πλούτη, τόσα θεϊκά μεγαλεία!» Η θέα της πεντάμορφης Πόλης, τα θεόρατα τειχίσματά της, τα μαρμαρόχτιστα χτίρια, ο λιμένας με ταρίφνητά του καράβια, όλ' αυτά τον ξετρέλαναν και ξαναφωνάζει «Μα την αλήθεια επίγειος Θεός είναι ο Ρωμαίος ο Αυτοκράτορας.