United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρακαλώ σε, Κύριε μου, και προσκυνώ σε, Θε μου, Του ξένου δος του ξενιτειά, κι αρρώστια μην του δίνεις, Τι η αρρώστια θέλει στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια, Θέλει μαννούλα στο πλευρό, γυναίκα στο κεφάλι, Θέλει κι' αρσενικό παιδί κρύο νερό να φέρνη. 'Γώ το είδα με τα μάτια μου σ' έναν απεθαμένον· τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλλί στο λάκκο, Δίχως θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη

Σώπα, σώπα, ανεφώνησεν η Μαργή έξαλλος, να μη σακούω!.. — Είνε ο καλλίτερος νέος του χωριού, επέμεινεν η χήρα. — Είνε το καλλίτερο βούι του χωριού. Για να με σκάσης πολεμάς; — Εκείνο που σου λέω 'γώ, είπεν η Καλιώ, πεισμώνουσα εκ της αντιλογίας. Κατέχεις εσύ ποιος είν' ο καλός και ποιος ο κακός; Κιώμορφος είνε, και νοικοκυρόπουλό 'νε ...

Έπειτα είπε: — Μούδε Ισδραέλη θωρώ 'γώ, μούδε διάολο. Θωρείς τονε συ, Πηγιό; — Μόν' ο ιμάμης τόνε θωρεί, εξήγησεν η Ρηγινιώ. Αλλ' ενώ ο Μανώλης επερίμενε να ίδη τον ψυχοβγάλτην των Τούρκων, είδε κάποιον άλλον ουχ' ήττον επίφοβον. Από το απέναντι βουνόν της Καβαλαράς κατέβαινεν ο Θωμάς φορτωμένος με κλώνους λιγαριάς, με τους οποίους πλέκουν τα καλάθια και τα κοφίνια.

Μα είνε μάλαμα η καρδιά του· κάκια τι θα πη δεν το ξέρει. Αρετ. Μαννούλα, εσείς με τα ξεφωνητά σας και γω λούζουμουν μονάχη μου. Για δες τα μαλλιά μου πως θρούνε σαν το μετάξι. Καθίζω τώρα και μου τα πλέχνεις, να σε χαρώ, γιατί όπου να είνε θα φανούνε κ' οι άλλοι. Δέσπω.

Ο πυρετός την έλυονε νύχτα μέρα, ο βήχας την έπνιγε κέβγαζε καίμα από το στήθος. — Εγώ, είπε η μητέρα μου, θα σου 'λεα να πας να τη δης, μα η γιαρρώστεια τση, παιδί μου, είνε κολλητική και φοβούμαι. Θα πάω 'γώ και φτάνει. Δεν μπορώ να μην πάω. Στο ύστερο δικολογιά μας είνε.

Να μας βρίζουν οι εχθροί μας, τι να γείνη! αλλά και συ να λες ό,τι λένε εκείνοι και να εξευτελίζης το μόνο πράγμα που μας έμεινε, την αρχοντιά του σπιτιού μας. Κ ώ σ τ α ς. Σε βεβαιώ, μητερούλα μου, πως έμαθα κι γω μόλις προχθές, την κατιούσαν εξέλιξιν του γενεαλογικού μας δένδρου. Είναι μία φιλαδούλα τόση δα, που μου την έστειλεν η κ.

ΑΠΟ τότε που διάβαζα το βιβλιαράκι που επιγράφεται «Το Κοινωνικόν μας ζήτημα», μου ήρθε να αποκριθώ ευτύς, γιατί χοροπηδούσε μέσα μου πολλή αντιλογία. Όχι πως δε λέει σωστά πράματα, μπορεί μάλιστα κι ολάκερο να είναι σωστό και λογικό. Αλλά κάτι έχει όλο το σύστημα του κ. Και ο κ. Σκληρός, όπως ο κάθε άνθρωπος, είναι ψυχολογικό φαινόμενο. Και γω το ίδιο.

Κ' έχω πολλά λαφάκια με τραχηλίτσες στο λαιμό, και τέσσερ' αρκουδάκια. Μα έλα μαζί μου στη στεριά κι ό,τ' έχω χάρισμά σου, Τη γαλανή τη θάλασσα για τη στεριά παραίτα και πιο γλυκά θε να περνάς τις νύκτες στη σπηληά μου. Μπροστά σε τόσα πούχω 'γώ, ποιος με τη θέλησή του θα προτιμάη τη θάλασσα την αφροκυματούσσα;

Κάθησε κοντά μου, είπε. Δε θα ερεθιστώ. Θα μιλήσω ήσυχα. Γιατί δεν είμαι πια ανήσυχη. Αιστάνουμαι μόνο πως γκρεμίζουνται όλα. Δεν είμαι πια εδώ, αν και δεν μπορείς να το νοιώσης ακόμα, γιατί ξέρεις τόσα λίγα και γιατί τόσα λίγα μπορούσα να σου πω και γω.

Η άλυσις του ωρολογίου του έστιλβεν όπως έστιλβεν η φαιδρότης εις το πρόσωπόν του, ο δε μαύρος αυτού μύσταξ παρείχεν αυτώ έξοχον τολμηρού ναύτου όψιν. — Μας εζάλισαν κι' αυτοί με τον περίπατόν τους, ήρχισαν να λέγουν οι γείτονες, Νά, τα χάλασε τα ρούχα του. Δεν έχει άλλα. Δεν πάει, λέω 'γώ, να δουλέψη ο κρεμανταλάς!