Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουλίου 2025
Μετά το μεσημέρι όμως όλος ο κόσμος είχε γυρίσει στις καλύβες, κάτω στο ξέφωτο και ο ντον Πρέντου δεν είχε περάσει ακόμη. Τότε ο Έφις ανέβασε τους συντρόφους του μέχρι το ξωκλήσι, όπου λίγοι μόνο νέοι ήταν μαζεμένοι σ’ έναν βράχο για να δουν τα βερβέρικα άλογα που τρέχανε στα μισά της πλαγιάς του βουνού.
Ένοιωσε επάνω στα δάχτυλά του τα χείλη της βρεγμένα από δάκρυα σαν να ήταν ένα λουλούδι υγρό από τις σταγόνες της δροσιάς και ανατρίχιασε. Του φάνηκε ν’ απομακρύνεται ο εφιάλτης που τον τυραννούσε τρεις μέρες. «Θα γυρίσει», είπε δυνατά. «Και όλα θα πάνε καλά. Θα βάλει μυαλό, θα μετανιώσει, θα είστε ευχαριστημένοι και όλα θα πάνε καλά….» Οι δυο γυναίκες έφυγαν καθησυχασμένες.
Ο ντον Πρέντου συνέχισε: «Ο Τζατσίντο δε θα γυρίσει, ούτε και θα πληρώσει, σου το εγγυώμαι εγώ. Να θυμάσαι όμως τι σου είπα χίλιες φορές: το κτηματάκι το θέλω εγώ. Θα τα πληρώσω όλα εγώ, έτσι θα σας μείνει το σπίτι. Προσπάθησε εσύ να τις πείσεις, τις ξεροκέφαλες.
Κι' εκείνοι απ' το κακό τους παν και του σταίνουν δυνατή στο δρόμο του μπροσκάδα, σα γύριζε, πενήντα νιους με δυο καπεταναίους, το Μαίο, το γιο του Αίμονα, πούταν θεός μονάχος, τον Πολυφόντη δέφτερο, βλαστάρι τ' Αφτοφόνου. 395 Όμως το λάκκο κι' αφτωνών τους έσκαψε ο Τυδέας· τους σκότωσε όλους, κι' άφηκε μον ένα να γυρίσει, το Μαίο μονάχα, στρέγοντας σε θεϊκά σημάδια.
Σε λίγο σίμωσε έπειτα στ' αρχοντικό τ' αντρός της, στου Έχτορα τ' αντροφονιά, και μέσα μαζωμένες βρήκε τις σκλάβες, κι' έπιασαν όλες μαζί το κλάμα. Σπίτι του ακόμα ζωντανό έτσι όλες τον θρηνούσαν· 500 και λέγανε απ' τον πόλεμο ξανά δε θα γυρίσει κι' απ' των οχτρών δε θα σωθεί τη λύσσα και τα χέρια.
Έπειτα ορμάει τον άρχοντα να πιάσει γιο του Πείρου, το Ρίγμο, π' οχ την καρπερή ότι είχε φτάσει Θράκη, 485 και μια του δίνει π' ο χαλκός μες στην κοιλιά του μπήκε, κι' ήρθε απ' τ' αμάξι ανάποδα. Μα και του παραγιού του Αρήθου, ενώ τα διο φαριά προσπάθαε να γυρίσει, του κάθισε μια κονταριά στη ράχη, κι' οχ τ' αμάξι έπεσε χάμου κι' έφυγαν τα ζα του σαστισμένα.
Γιατί γίνεται αυτό, Έφις, πες μου, εσύ που έχεις γυρίσει τον κόσμο: παντού έτσι είναι; Γιατί η μοίρα μάς τσακίζει έτσι, σαν να είμαστε καλάμια;» «Ναι», της απάντησε τότε εκείνος, «ακριβώς σαν τις καλαμιές στον άνεμο είμαστε, ντόνα Έστερ μου. Να γιατί!
Σταμάτησε να ράβει, τέντωσε τη μέση της, έριξε πίσω το κεφάλι για να αναπνεύσει καλύτερα, τα χέρια της έσφιξαν το ύφασμα. Και ο Έφις πετάχτηκε επάνω τρομαγμένος, νομίζοντας ότι ήταν έτοιμη να λιγοθυμήσει. Κράτησε όμως μια στιγμή μόνο. Τον ξανακοίταξε με τα μάτια της όλο κακία και είπε ήρεμα: «Και αν ακόμη γυρίσει, δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε. Και δεν χρειαζόμαστε κανέναν για να μας προστατεύει».
Με έναν δρόμο τόσο επίπεδο και ήσυχο μπορεί κανείς να γυρίσει τον κόσμο σε μια μέρα. Ναι, η θεία Νοέμι έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν με είδε. Σίγουρα δεν με περίμενε και ίσως πίστευε ότι λάθεψα πόρτα!» Κάθε λέξη του και η ξενική του προφορά έκαναν την καρδιά της Γκριζέντα να σκιρτάει.
Ο Έφις κοίταζε σκεφτικός καταγής, ανάμεσα στα γόνατά του. «Πρέπει να επιστρέψω;», αναρωτιόταν. «Λες να πιστέψουν ότι με φέρνει ο καλός άνεμος;» Και άξαφνα, για μια στιγμή, στενοχωρήθηκε που η ντον Νοέμι είπε το ναι πριν εκείνος γυρίσει. Αμέσως όμως σηκώθηκε μετανοιωμένος, ταπεινωμένος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν