Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουλίου 2025
— Ωραίο σύμπλεγμα! είπε ο Γκενεβέζος, προβάλλοντας το κεφάλι του. — Νομίζω πως βλέπω εικόνα Μηκυναϊκού αγγείου· είπε κι ο Περαχώρας, παίζοντας τα πονεμένα μάτια του. Ο Αριστόδημος έμεινε πίσω κατάχλωμος. από θυμό. Το θέαμα του φαινόταν ανήθικο, και πρόστυχο μαζί. Ένας γιος του Ευμορφόπουλου, να στέκη τόσην ώρα φορτωμένος μια κόρη ταπεινή! Τόλεγε ατιμία που πασάλειφε όλη του τη γενιά.
Όπως δήποτε θα σας παρακαλέσω, επρόσθεσε ζητιάνικα, να έχετε υπ' όψη σας τα δίκαιά μας. — Τα δίκαιά σας! τα δίκαιά σας! εφώναξε ο Περαχώρας. Και ποιος μπορεί ποτέ ν' αρνηθή τα δίκαιά σας! ποιος τολμά να τ' αμφισβιτήση· ποιος είνε τόσον άμουσος να τα λησμονήση!... — Αι περγαμηναί σας εξασφαλίζουν τη νίκη σας, να είσθε βέβαιος· του είπε ο Γκενεβέζος σφίγγοντας το χέρι του.
Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.
— Κι' εμείς το ίδιο, κ' εμείς το ίδιο· είπε ο Περαχώρας· ποιος μπορεί να φύγη απ' αυτήν τη γη χωρίς να λυπηθή ; Να λυπηθή όχι να δακρύση θέλω να ειπώ. — Εδώ σε κάθε βήμα, επρόσθεσε ο Γκενεβέζος, ακούαμε τους λόγους του Δημοσθένους, του Σωκράτους τη φιλοσοφία. Οι Κίμωνες, οι Μιλτιάδαι, οι Θεμιστοκλείς, εβάδιζαν εμπρός μας πάντοτε.
Και κάθε φορά που τέλειωνε ο στίχος, το γέρικο αντρόγυνο έβγαζε κάποιο στέναγμα βαθύ κι ατέλειωτο, λες κι ανάσαινε ο Κάτου κόσμος. — Ωχ — ωχ! ωιμένανε!... Γύρω στη νεκρή κάθονταν οι τρανοί ένας κ' ένας. Ο Χαγάνος με το γιο του· ο Βασίλης ο Ζάρακας, ο Μήτρος ο Γλάμης κι ο Θεομίσητος. Ανάμεσά τους κάθονταν ο Περαχώρας κι ο Γκενεβέζος και πίσω απ' το Δημητράκη, σκυφτός προς την Ελπίδα ο Αλαμάνος.
Έπαψαν τη φιλονεικία τους και τον κύτταξαν με ψυχοπόνια. — Δεν το ξέρετε; τον ρώτησε ο Περαχώρας, μαντεύοντας την αγωνία του· πώς δεν το ξέρετε ; — Θάρρος, φίλε μου, θάρρος! του φώναξε ο Γκενεβέζος. Είνε για σας ζήτημα ζωής. Για σας και για τους απογόνους σας. — Συλλογισθήτε, είπε αργά και σοβαρά ο Περαχώρας, πως είνε ο μοναδικός κρίκος που σας δένει με τους προγόνους σας.
Να κολλήσουμε απάνω της σαν τον αγριόγατο στ' άλογο που πηλαλεί. Να τρέξουμε μαζί της, να πηλαλήσουμε για να φτάσουμε στον προορισμό μας· κατάλαβες; — Κατάλαβα πως δε σκαμπάζεις ντιπ! — Σκαμπάζεις! ώ! ... έκαμεν ο Περαχώρας, αφίνοντας το μολυβοκόντυλό του και κυττάζοντας τον Αριστόδημο παράξενα. — Τι λέξη βάρβαρη είνε αυτή ; τον ρώτησε ο Γκενεβέζος.
Να λησμονήσωμεν την γην του Πλάτωνος, του Περικλέους, του Αισχύλου; Α! μας αδικείτε· νη τον Δία, μας αδικείτε πολύ! — Όχι, κύριε Αριστόδημε· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Η κλεινή πατρίδα σας από βρεφικής ηλικίας ήτο στη φαντασία μου· τώρα που την εγνώρισα, βεβαιωθήτε πως είνε και στην καρδιά μου. — Και γυρίζετε στον τόπο σας, βέβαια; τους ρώτησε με δισταγμό ο Αριστόδημος.
— Από τώρα λοιπόν, είπεν ο Γκενεβέζος, μπορούμε να ειπούμε πως η γενιά του Ευμορφόπουλου αναστήθηκε. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βιαστικό ανέβασμα στη σκάλα. Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και φάνηκε στο κατώφλι αχνός ο Δημητράκης. — Ουφ! είπε με δυσάρεστο μορφασμό· μωρέ τι μούχλα!
Έτρεξε, τους βόησε να κατεβούν από τάλογα, τους ρώτησε μην είνε κουρασμένοι, έκαμε χίλιους τρόπους για να δείξη τη χαρά του που τους ξανάβλεπε. — Το έλεγα κ' εγώ, το έλεγα· δεν ημπορούν να λησμονήσουν τους παλαιούς των φίλους. — Α! ποτέ! ποτέ!... είπε ο Περαχώρας. — Τους παλαιούς και τους νέους· επρόσθεσε ο Γκενεβέζος. Το βράδυ που ετοιμαζόταν το τραπέζι, τα δυο αδέρφια λογόφεραν πάλε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν