Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Γυναίκες έτρεξαν κεπροσπάθησαν να μου σταματήσουν το αίμα και να με κατασυχάσουν. Αλλά μόνον όταν ήρθε το Βαγγελιό και μάγγιξε το χέρι της κιάκουσα τη φωνή της, καταπραΰνθηκα με μιας. Μούβαλε κιαράχνη στην πληγή και το αίμα σταμάτησε. Έπειτα με σήκωσε στην αγκαλιά της και με πήγε σπίτι. Τι ευτυχία που μούδωκε κείνη η πληγή!
Σχεδόν κάθε μέρα έγραφα ένα κατά τη ψυχική μου διάθεση. Και τα φύλαγα με τη σκέψη να τα διαβάσω τον Βαγγελιού όλα μαζή, όταν το καλοκαίρι θα πήγαινα στο χωριό. Μετά καιρό είδα και πάλι τον αγωγιάτη στην πόλη. Αλλ' αυτή τη φορά δεν μαστειεύθηκε για το Βαγγελιό. Μούφερε δυσάρεστα νέα. — Η Βαγγελιά, η καϋμένη, δε μπορεί. — Είντα 'χει; ρώτησα μ' ανησυχία, που δε φρόντισα να κρύψω.
— Μωρέ μούτρα! είπε πάλιν η ξαδέρφη μου. — Καλλίτερα 'νε τα δικά σου; — Μωρέ, ό,τι κια λες δε σ' αγαπά. — Όι, εσέν' αγαπά! Η ξαδέρφη γέλασε: — Εμένα; Δε μου χρειάζεται η γιαγάπη τση. Από κείνη τη μέρα, για να ερεθίζουν τη ζήλια μου, μούλεγαν κάθε λίγο πως το Βαγγελιό δε με ήθελε, γιατ' ήμουν μικρός, κιότι γλίγωρα θάτρωγα τη χυλόπητα από το Γιάννη.
Βρίσκει εκεί πλήθος μεγάλο ο Αυτοκράτορας. Έβραζαν όλοι τους. Τους ορκίζεται με το Βαγγέλιο στο χέρι πως θα τους χαρίση αμνηστία, πως θα λησμονήση τα περασμένα, και πως θα κάμη το θέλημα των υπηκόων του. «Ψεύδεσαι, γάδαρε!» του φώναξαν αποκάτω. «Όπως φύλαξες τον όρκο σου με το Βιταλιανό, έτσι θα τονέ φυλάξης και μετά μας ». Σηκώθηκε ο Ιουστινιανός και γύρισε άπραγος στο Παλάτι.
Ήμουν μεταξύ δέκα τριών και δέκα τεσσάρων ετών όταν στις διακοπές του Πάσχα πήγα στο χωριό. Στο σπίτι μας βρήκα το Βαγγελιό κη σκέψη πως είχεν έρθει επίτηδες, γιατί με περίμενε, μέκαμε να πετάξω. Αλλ' όταν έφυγα από την αγκαλιά της μάνας μου για να πάω σαυτήν, βρέθηκα σε μια κατάσταση που δεν την είχα γνωρίσει έως τότε. Είχα παραλύσει κέτρεμα.
Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.
— Όποιος θέλει τώρα, ας έρθη να σε παρ' απ' το χέρι μου. Ως τόσ' ο παππά Κρητικός εντύθηκε γρήγορα γρήγορα, έκαμε νόημα του Σερέτη να βαστά τον γαμπρό από πίσω, επλησίασε το τραπέζι που ήταν το βαγγέλιο, άναψε της λαμπάδες κ' έδωκε μια του παππά Συνέσιου και μια του Σερέτη και άρχησε το διάβασμα. Η νοικοκυρά εστεκότανε δίπλα στην κόρη της κ' εσταυροκοπιότανε αδιάκοπα.
— Καλά σου το λέει, ξενινιασμένε, είπε με θυμό η μάνα μου. Δεν πας όξω να βρης τσι σόγκαιρούς σου, μόνο κάθεσαι στο σπίτι με τσι γυναίκες, σα νάσαι κοπελιά; Δεν ντρέπεσαι μια ολιά! Όρμησα έξω, αλλά δεν πήγα μακριά· κιόταν σε λίγο έφευγε το Βαγγελιό, μείδε να κλαίω πίσ' από ένα δέντρο.
Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.
Από το χάδι, πούδιδε σαυτό τόνομα, θα καταλάβαινα πως δεν της ήτον αδιάφορος κιότι η αγάπη της για μένα ήτο παιγνίδι. Κοντά στους άλλους άρχισε να με πειράζη κιαυτός ο Γιάννης· κιόταν με συναντούσε μούλεγε: — Γιάε, μωρέ, άντρας, και θέλει και γυναίκα! — Ντα δε θα μεγαλώσω κεγώ; τούπα μια μέρα απειλητικά. — Ώστε να μεγαλώσης εσύ, θα το πάρω 'γώ το Βαγγελιό.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν