Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Με τι ανακατωμένα αισθήματα γύρισα τότε στο χωριό. Με τι πόθο να δω το Βαγγελιό, αλλά προ πάντων με τι ονειροπολήματα, που είχε κτίσει η περιέργειά μου από την τελευταία μας συνάντηση. Και πάλι όμως φοβόμουν ότι η νέα ευτυχία, που άρχιζα να νιώθω στην αγάπη της γυναίκας, να ναυαγούσε στην έχθριτα της μητέρας μου. Και σ' αυτά, πόθους και φόβους, μπλεκόταν ένας δισταγμός.

Ήρθε μάλιστα στιγμή που κάποια οργή άναψε στον εγωισμό μου, γιατ' η αρρώστεια κη μεταβολή της γίνονταν εμπόδιο στα ονειροπολήματα της νέας μου αγάπης, με κείνα που ήρθα στο χωριό. Αν κείχα κάμει απόφαση να παρακούσω τη μάνα μου και την άλλη μέρα τραβούσα προς το σπίτι της θειας του Δεσποινιού, πήγαινα ανόρεξα. Στο δρόμο βλέπω το Βαγγελιό και κατέβαινε με το καλάθι στον άγκωνα.

Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε. Έπειτα είπε: — Από σένα, Γιώργο μου, πούχεις ψυχή άδολη και καθαρή, θακούσ' η χάρη τση. — Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει νάχης και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του συναπιού πίστη αν έχωμε, μπορούμε να μετακινήσωμε βουνό. Κεγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του συναπιού, αλλά σα βουνό.

Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε.

Το πείσμα μούδωκε το θάρρος να πω το δίστιχο, μισό τραγούδι μισό απαγγελία. Αλλά και το Βαγγελιό ήρθε στη βοήθειά μου· και με τη γλυκειά της φωνή τραγούδησε για μένα: Θαρρείς πως είμ' εγώ μικιό πως δεν πονεί η καρδιά μου; Σαν του μεγάλου καίουνται μέσα τα σωθικά μου. Κιόταν πιασμένη στο χορό πέρασε κοντά μου, έσκυψε μια στιγμή και με φίλησε.

Αφίνοντας την Υπατία, του κόσμου όλου αστέρι, ας έρθουμε σ' έναν όχι και πολύ γνωστό, μα αξιοσημείωτο κατά τη γνώμη των όσοι τονέ μελέτησαν· το Νόννο τον Πανοπολίτη. Εθνικός όντας στη νιότη του έγραψε τα Διονυσιακά . Αργότερα, σανέ βαφτίστηκε, έγραψε σε είδος εποποιία το βαγγέλιο «κατά Ιωάννην». Ανάγκη δεν είναι να πούμε πως τα Διονυσιακά είναι το καθαυτό έργο του.

Μήπως αλλοιώτικα δεν τώξερα; Η μητρική μου αγάπη κη αγάπη μου για το Βαγγελιό πιάστηκαν κείνη την ώρα σε φοβερή πάλη. Αλλά σ' αυτό ακούστηκαν βήματα κιομιλίες. Το Βαγγελιό ταράχτηκε και μούπε σιγά και βιαστικά: — Δεν κάνει να μάςε δούνε μαζή, μόνο φύγε. Και τραβήξαμε, αυτή προς το χωριό, εγώ προς τα κάτω. Ήμουν πολύ συγκινημένος κ' αισθανόμουν σα διαφορετικός άνθρωπος.

Η ιδέα αυτή όμως, όσο γιγαντένια κι αν είτανε, είχε το κακό να κομποδένη το νου σα δημιουργούσε, αντίς να του δίνη δύναμη, φτερά και λεφτεριά. Δεν μπορούσανε να βγουν έξω από το βαγγέλιο. Έπειτα, όσες ιδέες είχε τότες ο κόσμος, τις αρμήνευε με τη ζωή του κι όχι πας το χαρτί. Τις έκαμνε πράξη, δεν τις έγραφε. Ήρθε και το δόγμα και τονέ σφιχτόδεσε το νου ακόμα πιώτερο. Σωστή στερεοτυπία πια τότες.

Και χωρίς να το θέλω, στη φαντασία μου άρχισε να γίνεται μια σύγκριση μεταξύ του Βαγγελιού και της ξανθής γειτονοπούλας στην πόλη. Εκείνη ήτον ολόδροσο κορίτσι δεκάξη χρονών, με μάτια γαλανά, με μια πλεξούδα στην πλάτη. Και το Βαγγελιό δεν ήτο πεια νέα ή τουλάχιστο γρήγωρα θα γερνούσε κήτον μαραμένη κιαδύνατη, μόνο κόκαλα.

Τις 17, Σαββάτο, κάμνει πάλι ο στρατός καινούρια δοκιμή να πνίξη την επανάσταση. Περιζώνει τον όχλο μέσα στ' οχτάγωνο χτίριο του Αυγουσταίου, μα δε δυνήθηκε να τους βγάλη, κ' έβαλε στο χτίριο φωτιά. Την Κεριακή πρωί παίρνει Βαγγέλιο στο χέρι ο Ιουστινιανός, και παρουσιάζεται στα Κάθισμα.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν