Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν. — Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό; — Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!

Κι' αφτός ενώ βογγούσε, 70 να! άξαφνα ομπρός του πρόβαλε η σεβαστή του η μάννα, και ξεφωνώντας έπιασε του γιου της το κεφάλι, κι' άρχισε μ' αναφυλλητά ναν του μιλάει και τούπε «Τι κλαις, παιδί μου, τι κακό σου πίκρανε τα σπλάχνα; Πες το, μην τόχεις μυστικό.

Έκατσα χαμηλά και αρπάχθηκα σ' ένα ρίζωμα μήπως με σύρουν. Και είδα άξαφνα τους ρόζους τους κλειστούς να γλαυκοπαίζουν μάτια αράπικα και να χύνεται αστρίτης η φλόγα επάνω μου.

Είναι αλήθεια που πρέπει κανείς νάχη πολλή μέθοδο για τέτοια μελέτη· άξαφνα σ' ένα χωριό θακούση έναν άθρωπο να πη εώ , κ' έναν άλλο να πη άγουρος . Μάλιστα μπορεί ο ίδιος χωρικός κάπου να πη εγώ , κάπου εώ . Για τούτο πολλοί χωρικοί, όταν τους ρωτήξετε για καμιά λέξη, σας απαντούν «Κ' έτσι τη λεν κ' έτσι» — Είναι λάθος.

Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές των ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κορφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.

Μα τούπαιξε κι' ο Μέγης μια με το βαρύ κοντάρι 535 κατάκορφα στο χάλκινο φουντολοφήσο κράνος, κι' όλη τη φούντα τούσπασε· κι' η φούντα μες στις σκόνες πέφτει όλη χάμου, νιόβαφη μ' άλικο πλούσιο χρώμα. Μα ενώ τη μάχη αφτός βαστάει κι' ολπίζει πάντα νίκη, να σου ο Μενέλας άξαφνα φτάνει βοηθός του Μέγη, 540 και πλάγια στέκοντας κρυφά του ρήχνει το κοντάρι πίσω στον ώμο.

Χώρια από τον καπετάνιο, οι άλλοι απλώναμε σώμα και ψυχή να ρουφήξουμε εκείνη την παράδεισο, με φανερή ζήλια στα μάτια για εκείνους που την χαίρονται. Και άξαφνα, δεν ξεύρω πώς, η πολυποίκιλη εικόνα έχυσε στα παιδιάτικά μου στήθη μια ευτυχία γλυκειά και μια θλίψι πλέον γλυκότερη, που αναγκαζόμουν να την ξεμυστηρευθώ, να την φωνάξω, γιατί μ' έπνιγε στην ορμητική πλημμύρα της.

Σύγκαιρα θανατώνει και τον Ασπάρη με τους γιους του . Ορμούν τότες οι Γότθοι του Ασπάρη να εγδικηθούνε, μα άξαφνα πέφτουνε στων Ισαύρων τα χέρια, κι άλλοι σκοτώνουνται, άλλοι φεύγουν από την Πρωτεύουσα. Απ' αυτό το περιστατικό ονόμασε ο όχλος το Λέοντα Μακέλλη, δηλαδή Μακελλάρη· μα ονομάστηκε από τους φίλους του και Μέγας, κι αυτό τούμεινε και στην Ιστορία.

Πώς ψαροθρόφα θάλασσα διο άνεμοι αντάμα δέρνουν, ο ζέφυρος με το βοριά, άμα άξαφνα πλακώσουν 5 μέσα απ' τη Θράκη, και με μιας το μελανό της κύμα θεριέβει κι' όξω απ' το γιαλό πετάει σωρό τα φύκια· να πώς παράδερνε η ψυχή στων Αχαιών τα στήθια.

Και μόνον η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν περίτρομα στους κόρφους της. Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν