Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Λίγο παρέκει, σ' ένα ξώχωρο της Καρχηδόνας, το Δέκιμο, ανταμώνουνε μεγάλο στρατό σταλμένο καταπάνω τους από το Γελιμέρο μ' αρχηγό τον αδερφό του τον Αμάττα. Το σκέδιο τους είταν, ο ανιψιός του Γελιμέρου ο Γιβαμούνδος, με δυο χιλιάδες καβάλλα να χτυπήση το Βελισάριο από τα ζερβά· ο ίδιος πάλι ο Γελιμέρος, ξεφυτρώνοντας άξαφνα από τα πισινά του να τονέ χτυπήση αποκείθε και να τονέ σπάση.
Δε μίλησε η Λιόλια, μόν’ άρχισε πάλι να κλαίη σιγαλά. . . Την ώρα εκείνη φανερώνεται άξαφνα η γριά Κλητήραινα από πλάι να ρίξη μια ματιά μήπως και μπήκε κανείς απέξω να κλέψη. Της έγνεψε η παπλωματού της θειας Ελέγκως, με το μάτι, τάχα πως να μην πη τίποτα για όσα της είχε ειπωμένα.
Κατέβαινα τη σκάλα στα σκοτεινά· κρέμουνταν το λυχναράκι μισοσβησμένο στο ταβάνι. — Και να πάλε που τίποτις δε βλέπω. Σκότος, πάντα το σκότος που με τυφλώνει. — Η Λέλα! Βλέπω άξαφνα τη Λέλα που πηγαίνει απάνω στην κάμερή της. Βρέθηκα πλάγι της, κοντά κοντά, και σα μισοπεθαμμένος ψιθύρισα, που μόλις μπορούσε να το πάρη ταφτί της· — Λέλα, είσαι συ; — Ναι! γυρνά και μου λέει.
Εκεί άξαφνα που ο Μέναντρος παστρικά το λέει πως δίνει τα λόγια του πρέσβη καταπώς τα είπε, κι όχι «επί το αττικώτερον». Αξιοσημείωτες είναι κ' οι αλλαγές όχι μονάχα από μια λέξη σ' άλληνα, μόνο κι από μια σημασία σ' άλληνα· π. χ. ωραίος αντίς καλός , πονώ αντίς άλγω , θεραπεύομαι αντίς ευφραίνομαι , κτλ.
Έδειχνε γροθιά στη στεριά, γροθιά στον άνεμο πίσω του· γροθιά στο κύμα που εκαβαλίκευε το ξύλο, έγδυνε το κατάστρωμα κουρσάρος ακαταγώνιστος. Δυο φορές έσυρε το χέρι στο στυλέτο· πάλι το έρριξε κάτω νεκρό. — Ωχ θε μου! είπε βαρυστενάζοντας· πνίξε με να μην κριματίσω. Άξαφνα όμως ο Γιώργης ετινάχθηκε ολόρθος κ' έπεσεν απάνω στο τιμόνι με όλη του τη δύναμι.
Σηκώθηκε άξαφνα απάνω. — Καληνύχτα σας! Και τράβηξε κατά την πόρτα. — Πού πας; Παλάβωσες, γέρο; — Πού πάω; Στο σπίτι μου. Πού θες να πάω; — Βρε πέσε, γέρο, ψοφολόγα. — Καληνύχτα σας, είπα! — Ώρα σου καλή. Να μη γυρίσης μονάχα και χτυπάς την πόρτα. Ακούς; — Καληνύχτα, καληνύχτα! Βγήκε στο δρόμο. Ο Σπανός αμπάρωσε την πόρτα, μουρμουρίζοντας. Πού πάει τέτοια ώρα ο θεοσκοτωμένος!
Κάποτε μάλιστα, σα δυσκολέβουμαι να πω τίποτις γαλλικά, σα δε μου φαίνεται να το είπα με την ταιριαζούμενη τέχνη, το λέω πρώτα ρωμαίικα, και να δήτε πως από το ρωμαίικο στο γαλλικό έρχεται καλούτσικα, γιατί σαν προσπαθήση κανένας να το φέρη με τρόπο, και το ύφος το γαλλικό άξαφνα ξανανιώνει, μοιάζει σαν πιο καινούριο, σαν πρωτόφαντο· έχει κάποια μυρουδιά ρωμαίικη, που έχει το γούστο της.
Σα λαγωνικά, που μυρίζοντας άξαφνα κυνήγι ζωντανεύει το μάτι τους και ξεχυμίζουν ανήσυχα και λαχανιασμένα από κάθε μεριά και πετούνε στον αέρα αλυχτήματα ανυπόμονα, έτσι χυμίζανε Τούρκοι κι Αράπηδες κατά τον δρόμο που περνούσαν οι παρθένες κ' οι νιόπαντρες του παθιασμένου νησιού. Με τη φοβέρα όμως ο αρχηγός ο Τουρκαρβανίτης τους παραμέριζε.
Από το αμπάρι άξαφνα πρόβαλε ένα κεφάλι με γουρλωμένα μάτια. Πετάχτηκε στην κουβέρτα, έκανε δυο σάλτους επιδέξια κι' από σχοινί σε σχοινί, έφθασε στην πρύμη. Ήταν ο Γερο-Φλώκος, ο Αμίλητος.
Τότε ο Πρασσάτος άξαφνα οχ το πλευρό τους βγαίνει, Στον Ψωμοφάγο ρίχνοντας, μον δεν τον πιτυχαίνει· Τι ο Βασιλιάς επρόφτακε, και τ' άρμα οπίσω αμπόχνει 545 Κρυμμένος στην ασπίδα του· και το κακό αποδιόχνει· Σε τούτο ο Φουσκομάγουλος απέκει σκαπετάει· Στης λίμνης τα κατάβαθα γλυτρόνοντας πηδάει·
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν