Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Μια 'μέρα ο φίλος του Καραϊσκάκη ο Αντρέας Ίσκος σηκώνεται, παίρνει μαζί του τέσσερους πέντε στρατιώτες, πού είχαν πολεμήση με τον Καραϊσκάκη, και πάει 'σ το κονάκι του Ράγκου να τον ιδή. Άρχισαν να τα λεν. Τα παλικάρια έμειναν απόξω, 'σ τ' άλλο δωμάτιο. Άξαφνα ο Ίσκος έκαμε πώς θέλει ν' ανάψη το τσιμπούκι του και φώναξε ένα από τα παιδιά μέσα.
Κ' εκεί πάλε που συλλογιότανε τέτοια, πέφτει το μάτι της κατά τη λακκωματιά εκεί κάτω, τη λογιάζει ως την άλλη της άκρη, κατά την πέρα μεριά του χωριού, και τηρώντας τις θεόρατες δεντροκορφές που τη σκέπαζαν, ανιστόρησε άξαφνα το προχτεσινό της αντάμωμα, και της ήρθε απαρηγόρητο κλάμα. Σα να τάβρισκε ως τόσο παιδακίσια τα δάκρια σε τέτοια σκληρή συφορά.
Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν.
Αυτός εσκόνταψε πάνω του και το καταπάτησε, κ' εκείνο φοβισμένο φυσικά παραπολύ και λίγο πειραγμένο έβαλε τις φωνές, όπου μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα γέμισε όλος ο δρόμος από ανθρώπους του όχλου, που ξεχύνονταν από τα σπίτια σα μερμήγκια. Τον περικύκλωσαν και τον ρώτησαν τόνομά του. Πήγαινε να τους το πη, όταν άξαφνα θυμήθηκε το επεισόδιο στην αρχή της ιστορίας του κ.
Ο Μπαρμπατρίμης που ακολουθούσε συλλογισμένος το χτίσιμο του τέμπλου κ' εγύριζε ζερβόδεξα το μάτι, σαν σκυλί κυνηγάρικο που μυρίζεται τον αέρα είπεν άξαφνα του καπετάνιου: — Καπετάν Κρεμύδα, θα μας βγάλη αέρα ο Νότος λέω να πάρουμε κάτω λίγα πανιά. Μα εκείνος αφαιρεμένος στο πουλί είπεν αδιάφορος: — Μπα! καλοκαιρινός είνε· ας το κι' ας πάει... Ο καπετάνιος ήταν αγαθός άνθρωπος.
Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.
Τι πειράζει πού και σε τι μέρος βρίσκεται κανένας, άμα βρίσκεις την ψυχή; Αντίς άξαφνα κανένας να πάη στη Νάξο, νανεβή απάνω στο βουνό, να κοιτάζη από κει πέρα τη θάλασσα, τον κάμπο, και να τα περιγράψη όλα, κάλλια να καθήση κανείς, που να πούμε, μέσα στην ψυχή του αθρώπου κι από κει, από την ψυχή του, να κοιτάζη θάλασσα, κάμπο, βουνά, κι αφτά να περιγράφη.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ — Μην τον ξεσυνερίζεσθε, κύριε Φλέρη. Σε όλον τον κόσμο που βρίσκεται εδώ στα λουτρά τώχει απαγορευμένο. Κι' όλοι πίνουνε. Δεν τον ξεσυνερίζονται, βλέπετε. ΦΛΕΡΗΣ — Α! έτσι; Τότε καλά Θοδόση. Πήγαινε, ευχαριστώ. Εις υγείαν λοιπόν της δευτέρας νεότητος! Άξαφνα τον καταλαβαίνει και πλησιάζει κοντά του.
Δε βλέπω τίποτα άξιο να ενθουσιάσει κανέναν αυτού μέσα. Δεν είμαι κακόπιστος, όχι, ξέρω τι θέλετε να πήτε, ξέρω πως από τον πόλεμο αναμεταξύ στις κοινωνικές τάξες προσμένετε την αναγέννηση της μικρής Ελλάδας. Αυτό ίσως ― μ' όλη τη μικρότητά του ― μπορούσε να ενθουσιάσει κανένα. Τι λέτε; Να δήτε άξαφνα το Ελληνικό Βασίλειο να μεταμορφωθεί μονομιάς σε Κάτω χώρες.
Καταλαβαίνεις του λόγου σου τι λένε; Εκείνος όμως το καταλαβαίνει και τους μιλάει και τους αποκρένεται Αυτό θα πη να χάσης το νοικοκύρη... Ο Αγγελής έβαλε άξαφνα τις φωνές. Φωνή τα σκυλιά, φωνή κι' αυτός. Λες και λογομαχούσανε εκατό νοματέοι. Κάπου-κάπου τα σκυλιά σωπαίνανε βραχνιασμένα, σαν να του δίνανε απόκρισι, σαν να τον βρίζανε, σαν να τον φοβέριζαν, σαν να τον κοροϊδεύανε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν