Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025


Αυτή η ομιλία μού εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ.

Κι' ανίσως πλανεμένος Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια, Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο, 'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.

Ο βασιλεύς τότε του είπε· σήκω, ω Μαλέχ· και με όλην την ελευθερίαν ομολόγησέ μου ανίσως και εσύ είσαι αληθώς τόσον ευχαριστημένος, καθώς η θεωρία σου το δείχνει· επειδή και ακούω ότι δεν κάνεις άλλο παρά να γελάς και να μετωρίζεσαι καθημερινώς· και νομίζουν όλοι, ότι είσαι πολλά ευχαριστημένος εις εκείνο που ευρίσκεσαι, χωρίς ποτέ να λάβης θλίψιν, είναι αλήθεια λοιπόν αυτό, ή όχι; μίλησε με ελευθερίαν χωρίς κανένα φόβον, και χωρίς να κρατήσης τίποτε κρυφόν επειδή και έχω περιέργειαν να μάθω την αλήθειαν.

Πάλι λοιπόν ο Θεοδόσιος, αφού πρώτα έστειλε τον ευνούχο του Ευτρόπιο και ρώτηξε τον ερημίτη τον Ιωάννη που φώλιαζε τότες και πενήντα χρόνους σιμά στη Θηβαΐδα μέσα σε θεοσκότεινη τρύπα, και μήτε γυναίκα δεν έβλεπε, μήτε θροφή κατασκευασμένη απ' ανθρώπινο χέρι δεν έψαχνε, παρά τρώγοντας αγριόχορτα περνούσε τη ζωή του με προσευκές και μελέτες, αφού λοιπόν τονέ ρώτηξε τον Ιωάννη ο Ευτρόπιος ανίσως και θάχη καλό τέλος νέα εκστρατεία, και προφήτεψε ο Ιωάννης πως θα χυθή ποτάμι το αίμα, μα πως θα νικήση ο Θεοδόσιος, — ξεκίνησε τότες ο Αυτοκράτορας με μεγάλο στρατό, αντάμωσε τον Ευγένιο στα 394, τον τσάκισε και πήρε όλη την εξουσία, Ανατολή και Δύση.

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Ελογάριαζε με κάποιο δικαιολόγημα, πως ανίσως και σε 999 διαφοραίς του μερτικού του, αβγάτιζε από άλλαις τόσαις απορίαις, οπού είχε στα σημειώματου για πάσα μια διαφορά, και πως ανίσως οι συντρόφοι του, κατά πως έπρεπε να το υποθέτη, είχαν δουλέψει το γένος με την ίδιαν επιμέλειαν, αυτή η δουλιά, με ψιλόν λογαριασμόν, δεν είχε ξετελειωμούς στον αιώνα.

Α θέλη ο Θεός, θα σας έρθουνε αγγελούδια κατόπι, και θα πλημμυρίση ο νους σας από έννοιες που τις φέρν' η αγάπη. Μην το θαρρής, Αρετούλα, πως θα το παραξηλώσω και γω. Θάχω και γω ταδερφάκια σου να με παρηγορούν, έχω και του Κωσταντή μας το τάξιμο, πως θα σε φέρη κοντά μου ανίσως και πάθουμε τίποτις. Είνε τώρα μεσάνυχτα περασμένα. Πήγαινε να συχάσης, παιδί μου, να μη φαίνεσαι κι αύριο αποσταμένη.

Είναι ένας χρόνος που αυτός εδάνεισε χίλια φλωριά του Χόντζα Ισμαήλ· εις τον οποίον πηγαινάμενη διά να του τα γυρέψω, μου απεκρίθη πως δεν του χρεωστεί τίποτε, μα πως ήθελε να μου χαρίση δύο χιλιάδες φλωρία, αν ήθελα να του ευχαριστήσω την επιθυμίαν· έτρεξα να κλαυθώ εις τον Κατή διά την κακήν εμπιστοσύνην του Χόντζα· ο κριτής μου εφανέρωσε, πως δεν ήθελε μου κάμει δικαιοσύνην, ανίσως, και δεν ήθελα τον υπακούση εις εκείνο που αρνήθηκα του Χόντζα· αντραλωμένη και θυμωμένη διά τον κακόν χαρακτήρα του Κατή, έφυγα από εκεί καταφρονώντας τον, και ήλθα εις τον Βεζύρη σου, ελπίζοντας ότι από αυτόν θα εύρω δικαιοσύνην μα δεν τον ηύρα και αυτόν πλέον διακριτικόν από τον Κατή, επειδή και δεν άφηκε κανένα τρόπον, που να επιχειρισθή, διά να κλίνω εις την επιθυμίαν του, αν ήθελα να κάμη δικαιοσύνην.

Ναι, φοβούμαι πως μιλούσε μαζί τους γι' αγάπη και για γάμο, γιατί γνώριζε τη γλώσσα τους, όσο κανένας άλλος κ' ίσως ακόμα με τη δύναμη, που είχε η φαντασία της, είχε αρχίσει να αιστάνεται πως είναι πεθερά. Δεν ωφελούσε τίποτες ανίσως δοκίμαζε κανείς να πάρη την αγάπη του Σβεν από την αστεία όψη της.

Ο βαφιάς του εναντιώθη, ότι το γράμμα δεν θέλει το υπογράψει, ανίσως και δεν είναι παρόν εκατόν και ένας μάρτυρες, οι οποίοι να είνε Ιμάμιδες, Μουλάδες, και Χοτζάδες. Εσύ απιστείς πολύ, του λέγει ο Κατής· μα δεν βλάπτει, θέλω να σε ευχαριστήσω, επειδή και δεν θέλω να υστερηθώ την θυγατέρα σου.

Λέξη Της Ημέρας

λεβέντην

Άλλοι Ψάχνουν