Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ο Αγαθούλης τόσκασε όσο μπορούσε γρηγορώτερα σ' ένα άλλο χωριό: αυτό ήτανε Βουλγαρικό και οι Άβαροι ήρωες τόχαν περιποιηθή με τον ίδιο τρόπο. Ο Αγαθούλης πάντα βαδίζοντας πάνω σε μέλη, που σπάραζαν ή ανάμεσα σε ρημάδια, έφτασε τέλος, όξω από το θέατρο του πολέμου, έχοντας μερικά τρόφιμα μέσα στο δισάκκι του και μη ξεχνώντας ποτέ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη.
Σκληρός: «Και λοιπόν δεν παραδέχεσαι πως θα φανερωθούν και στην Ελλάδα πόλεμοι άγριοι μια μέρα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξες;» Και θα του αποκριθώ: «Είμαι, κ. Σκληρέ, πολιτικός. Μεις οι πολιτικοί πηγαίνουμε σύμφωνα με τις περίστασες, ― δηλαδή βλέποντας και κάνοντας.
Να ιδούν μαθές, κι ο κόσμος να χαλάση! Ακούς; Διαστρεμένα! Έπεσαν στη γούβα να τσακιστούν. Έτσι ντε! να! Μπομπιεμένα!.. Ίχιτας! Εγύρισε με το δίσκο τόρα και τους εφλόγισε και τους κατάκαψε όλους με τα νάζια της και τα γλυκόλογά της. Ανέβηκε πάλι στο πάλκο απάνω. Άδιασε το διάφορο του δίσκου στο τραπέζι. Εκάθισε στην καρέκλα της, ανάμεσα στο Βιολιντζή και το Σαντουριέρη.
Αλλά το τραγικό του πρόσωπο είχε πάρει χρώμα βιολετί και πράσινο, όλο και πιο σκληρό και ακίνητο στο αβέβαιο φως του δειλινού. Και η καρδιά του έπαψε να χτυπά. Ο Έφις ξαναζούσε την πιο τρομερή στιγμή της ζωής του: θυμόταν το γεφύρι, εκεί κάτω, ανάμεσα στον κυματισμό των βούρλων κάτω από το φεγγάρι, κι εκείνος σκυμμένος να αφουγκράζεται την καρδιά του πεθαμένου αφεντικού του….
Τα ζωηρά χρώματα της φορεσιάς των χωρικών, το κόκκινο του σκαρλάτου, το κίτρινο των τσεμπεριών, το φλογερό κρεμιζί από τις ποδιές, έλαμπαν σα λουλουδένιες κηλίδες ανάμεσα στο πράσινο των σχίνων και στο φίλντισι των καλαμιών που είχαν μείνει στα θερισμένα χωράφια. Και παντού έπιναν, τραγουδούσαν, χόρευαν, τσακώνονταν.
Όλα είναι γλυκά, καλά, αγαπημένα: να τα βάτα της εκκλησίας μπλεγμένα με τις κλωστές από αράχνες πράσινες και βιολετιές της δροσιάς, να ο γκρίζος φράχτης, η σκουριασμένη πόρτα, το παλιό νεκροταφείο με τα κόκαλα σαν άσπρα λουλούδια ανάμεσα στην αγριοβρώμη και στις τσουκνίδες, να το δρομάκι και η αιμασιά με τις μοβ πεταλουδίτσες και τις κόκκινες πασχαλίτσες που μοιάζουν με λουλουδάκια και χάντρες.
Εγώ πάλιν έμεινα τεθλιμμένος εις εκείνο το ακατοίκητον νησί· την ερχομένην νύκτα επέρασα εις εκείνο το υπόγειον· την επαύριον εβγήκα έξω περιδιαβάζων ανάμεσα εις εκείνα τα δένδρα, και ετρεφόμουν από τους καρπούς των και επέρασα με τέτοιαν πολυστένακτον ζωήν τριάντα ημέρας, θεωρώντας πάντοτε την θάλασσαν, μήπως και ιδώ κανένα πλοίον να περνά από εκεί σιμά.
Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.
Μα η λάμψη του διαμαντιού σκόρπισε όλους τους μαύρους στοχασμούς απ' το μικρό της κεφαλάκι. Σηκώθηκε περήφανη, άναψε τασημένια καντιλλέρια μπροστά στον κρυσταλλένιο καθρέφτη, έβαλε το περήφανο διαμάντι ανάμεσα στα ξανθά της μαλλιά και στάθηκε σα βασίλισσα ανάμεσα στασημένια πολύφωτα. Ώρα πολλή έμεινε σαν άγαλμα, καμαρώνοντας το ασύγκριτο είδωλο μέσα στο αστραφτερό κρύσταλλο.
Εν πρώτοις ανάμεσα στις καστανιές έχεις την εκτεταμένην άποψιν. — Αχ, ενθυμούμαι — σου έγραψα, νομίζω, πολλά άλλοτε γι' αυτό — πως δενδροστοιχίαι από ψηλές οξυές φθάνουν κυκλικώς ως την άκρη, όπου από τις δυο μεριές απλώνετε το δάσος, και η δενδροστοιχία γίνεται επί μάλλον και μάλλον σκοτεινοτέρα, μέχρις ότου τέλος το παν καταλήγει εις ένα κλειστόν κύκλον, τον οποίον όλαι αι φρίκαι της ερημίας περιβάλλουν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν