Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Ανάμεσα στο λόγκο, πέρ' από το ρέμα, αγνάντια στο βουναράκι, ξέμακρ' από το χωριό, διωγμένη από την πικρήν καταφρόνια, του κόσμου, κυνηγημένη από τω χωριανών της τη μάβρη κατακραγή, έρημη κι απομόναχη, ανάφεντη κι απροστάτεφτη, δίχως παρηγοριά κ' ελπίδα, δίχως κανένα παραθάρι και συμπάθεια παραμικρή, λησμονημένη από τους εδικούς της, ξεγραμένη από της ζωής το βιβλίο, — αφού εξεγράφτηκε κι απ το βιβλίο της τιμής. — σέρνει στο μοναξό της καταφύγι τη μισητή ζωή της η Γιανούλα.
Κατατηρώντας ολογυρά του τον τόπον, εξάνοιξε ανάμεσα σε διάφορα δένδρα καρπερά, οπού περικύκλωναν πολλά χωράφια και αμπέλια, ένα χωριάτικο σπήτι, κ' αποφάσισε να πηγένη τα ίσια εις εκείνο.
Αλλ' ήτο ως να έρριπτε προσανάμματα εις την σκέψιν ή την επιθυμίαν του νέου. Ο Αγάλλος απεχαιρέτησε την γραίαν, και κατήλθεν εις την πατρικήν οικίαν του, εις την χαμηλήν πτυχήν του εδάφους, ανάμεσα εις τον Χριστόν, την Παναγίαν την Πρέκλαν, και τον Άι-Νικόλαν, όπου ήσαν όλα τα αρχοντόσπιτα.
Τότε ο Έφις θυμήθηκε το πανηγύρι στο Ριμέντιο, τη Νατόλια και την Γκριζέντα που χόρευαν έχοντας στριμώξει ανάμεσά τους τον ξένο και ένας δυνατός πόνος τον διαπέρασε, αλλά ο πόνος αυτός του δημιούργησε μια έντονη επιθυμία μα κάνει κάτι ενάντια στη μοίρα. «Πού μπορώ να τον βρω; Να είναι στο Μύλο τώρα;» «Κατά φωνή….»
Και το δείπνο εκείνο με την ξεχωριστή καλογερική μαγειρική, το κερασένιο σουτλό κρασί, που το μέραζαν μπουκάλες μπουκάλες, με τους παχιούς εκείνους ρασοφόρους, με τον πολυλογά αστυνόμο, μέσα στην παράξενη εκείνη τραπεζαρία, ανάμεσα στους άγριους εκείνους βράχους με την αγιασμένη σπηλιά της Μονής, με την ευτυχισμένη ερημιά και τη ζωή αντάμα ενός βουνήσιου ξενοδοχείου, μόδιναν μια παράξενη κι ασυνήθιστη εντύπωση εκείνη τη νύχτα.
Την ημέραν εκείνην, καθώς έρριψεν αγκύρας ο στόλος παρά την ακτήν του Κουρούπη, έως τα νησιά του Καστριού και τα Λεχώνια — ανάμεσα εις τον Μέγαν Γιαλόν και τον Μικρόν Γιαλόν — ... και τα πλέον μικρά πλοία ηγκυροβόλησαν παρά τον Άγιον Σώστην εις την δυτικοβόρειον ακτήν, όπου ήτο περισσότερα σκέπη, και αν εφύσα μελτέμι δεν έπιανε και τόσον, ο πρώτος εξ όλης της νήσου, όστις επεσκέφθη εις την ναυαρχίδα τον Καπετάν Πασάν, ήτο ο εκ των πρώτων προεστών του χωρίου, ο Κουμπής Νικολάου........
Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες.
Έκειτο ανάμεσα στο Πυργί και στην Κεχριάν, κ' είχεν αντικρύ το μέγα δάσος των δρυών, τον Αραδιάν, προς μεσημβρίαν, και δεξιά τας ακτάς και τους βράχους του βορεινού Κάστρου, και το θεσπέσιον πέλαγος το και φρίσσον και αβυσσαλέον και γλαυκόν. Όλον το χωράφι, αγύριστον, περιείχεν υπέρ τα χίλια δένδρα, ελαίας, μυγδαλέας, απιδέας και συκέας, ήτο κατήφορος και κρημνός.
Χαμηλά, τα βάθη του κάμπου τα πλάκωνε μια σκοτεινάδα αριά και κάπου κάπου μόλις ξεχώριζαν ανάμεσα στα χωράφια τα σπιτάκια των ζευγάδων Σουλιωτών, αλαργεμένα τόν' απ' τ' άλλο.
Μα η Ουρανίτσα έκανε το χειρότερο ταξίδι από όλους. Ανάμεσα ουρανό και πέλαγο, κινδύνευε και θαλασσοπνιγότανε. Και το σπίτι ταξίδευε κι' αυτό, ταξίδευε με το σορόκο, σάλευε αλάκερο, έκανε νερά. Ο καπετάν Λαλεχός σήκωσε τα μάτια του από την πετονιά σ' ένα τρίξιμο δυνατό που έκαναν τα πορτοπαράθυρα. — Πρίμα ταξιδεύουμε! είπε, δεν έχομε ανάγκη. Ας φυσάη ως που να σκάση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν