Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Πήγε να μπήξη τις φωνές εκείνη. Ο Βαγγέλης της έφραξε το στόμα με το χέρι, μα έτρεμε ολόσωμος κ' εκείνος. Δεν τον περιμένανε τόσο γρήγορα. — Τι κάνεις εκεί; Για το Θεό! τσιμουδιά! Ζυγώσανε κ' οι δυο στο κρεββάτι. Ο άρρωστος άνοιξε τα μάτια του θολά και σαστισμένα σαν να μην ήξερε πού βρίσκεταιΔε γνωρίζει!... άσπρισε το μάτι του!... — Αλλοίμονο! Δυστυχία μου!

Ο Φοίβος, όπως θα ’μαθες απ’ τους αγγέλους σ’ εκείνους όπου εστείλαμε να τον ρωτήσουν, παράγγειλε πως άλληνε γιατρειά καμμία δεν είναι ή να σκοτώσωμε του βασιλέως Λαΐου, ή να εξορίσωμε τους δολοφόνους. Η σωτηρία μας κρέμεται σ’ εσένα μόνον. Το πιο αγαθό που δύναται κανείς να κάμη είναι να κάμνη το καλό με κάθε τρόπο. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Αλλοίμονο!

Ένδοθεν του ιερού βήματος, ενώ έκυπτε διά να σκουπίση, ηκούετο από καιρού εις καιρόν ψιθυρίζων μετά στεναγμού: — Αχ! αλλοίμονο... «Ανθρώπους και κτήνη σώσεις, Κύριε!» — Δεν τσάκισε κανείς το ποδαράκι του! έκραξεν απαντώσα έξωθεν εις τον στεναγμόν του ιερέως η θειά Σειραϊνώ, η αληθής σημαιοφόρος των εξοχικών λειτουργιών και των πανηγυριών. — «Ανθρώπους και κτήνηεψιθύρισε πάλιν ο ιερεύς.

Εν τω μεταξύ σας αναγγέλλω ότι το φεγγάρι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του και επιβάλλει σιωπή. Πηγαίνω να σας απαλλάξω απ' το ελεεινό αυτό γλομπάκι, που προσβάλλει την ιερά Εκάτη. Η συζήτηση ας υποχωρήση στο ρεμβασμό. ΦΛΕΡΗΣΚι' ο ρεμβασμός, αλλοίμονο, δεσποινίς είναι μια συζήτηση κι' αυτός. Μια συζήτησι που κάνομε με τον εαυτό μας. Και ίσως η χειρότερη. . .

Για δυστυχία τους, είχαν ξεχάσει να σηκώσουν στο κατάστρωμα τη βάρκα που είχε δεθή στην πρύμη κ' έσκιζε τη θάλασσα. Ένα μεγάλο κύμα την ξεκόβει από το καράβι και την πέρνει μακρυά. Η Ιζόλδη φωνάζει: «Αλλοίμονο! Δυστυχισμένη εγώ! Ο Θεός δε θέλει να ζήσω αρκετά για να ιδώ τον Τριστάνο, το φίλο μου, μια φορά ακόμη, μοναχά μια φορά. Θέλει να πνιγώ σ' αυτή την θάλασσα.

ΑΔΜΗΤΟΣ Γυναίκα είναι ο νεκρός. Γι' αυτήν μιλούμε τώρα. ΗΡΑΚΛΗΣ Γυναίκα ξένη ή συγγενής; ΑΔΜΗΤΟΣ Ξένη, αλλά δική μας στο σπίτι αυτό. ΗΡΑΚΛΗΣ Μα τότε εδώ πως πέθανε κοντά σου; ΑΔΜΗΤΟΣ Σαν πέθανε ο πατέρας της, ήρθε ορφανή μαζί μας. ΗΡΑΚΛΗΣ Αλλοίμονο! Είθε οι θεοί να μ' έστελναν να σ' εύρω μιαν άλλην ώρα, Άδμητε, που να μην είχες λύπες. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι θες να πης! Τα λόγια σου αυτά τι να σημαίνουν;

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο, η δόλια! θλίψιν αισθάνομαι βαρειά για το χρησμό που εδόθη στ' αφεντικά μου. Τι λοιπόν να κάμω τώρα πρέπει; Με φοβερίζει ο θάνατος. ΚΡΕΟΥΣΑ Γιατί ο λόγος τούτος; κι' ο φόβος σας αυτός γιατί; ΧΟΡΟΣ Τι τάχα: να το ειπούμε ή να το σιωπήσουμε; Να κάνουμε τι τάχα; ΚΡΕΟΥΣΑ Πες μου, μην έχης συφορά καμμιά να ειπής για μένα; ΧΟΡΟΣ Θα σου το ειπώ και δυο φορές ακόμα κι' αν πεθάνω.

Πού βρίσκεται η όμορφη βασίλισσα; Κ' η Μαρία, ανοίγοντας τα μεγάλα της μάτια προς τον ουρανό, τούλεγε πάλι λυπημένα: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε ως τον έβδομο ουρανό. Τότε ο Πέτρος της χάιδευε τα ξανθά μαλλιά και της έλεγε: — Σαν ανεβούνε τα ματάκια σου απάνω στάστρα, μη μ’ αφήσης μοναχό μου. Πάρε με μαζή σου να ιδούμε την όμορφη Βερενίκη.

Αυτό με συνέφερε, ανάλαβα τις αισθήσεις μου, πάλαιψα, δάγκασα, γρατσούνισα, ήθελα να βγάλω τα μάτια αυτού του χοντροβούργαρου, μη ξέροντας, πως ό,τι συνέβαινε μέσα στον πύργο του πατέρα ήταν ένα πράγμα συνειθισμένο. Ο αγριάθρωπος μούδωσε μια μαχαιριά στο αριστερό μέρος της κοιλιάς, που έχω ακόμη το σημάδι. — Αλλοίμονο! Ελπίζω να το ιδώ, είπεν ο απλοϊκός Αγαθούλης,

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν