Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025
Είπε τ' όνομά του κι' ο Τριστάνος του είπε: «Είμαι ο Τριστάνος, Βασιληάς του Λοοννουά, κι' ο Μάρκος ο Βασιλιάς της Κορνουάλλης είναι θείος μου. Έμαθα, άρχοντα, ότι οι υποτελείς σου σού έκαμαν άδικο πόλεμο κι' ήρθα να σου προσφέρω της υπηρεσίες μου. — Αλλοίμονο! άρχοντα Τριστάνε, πηγαίνετε το δρόμο σας κι' ο Θεός να σας ανταμείψη. Πώς να σας δεχτούμε εδώ μέσα; Δεν έχουμε πεια τροφές.
Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέφτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μυίγες στη φωτιά και θα καίγουνται.
Αληθινά δεν εφανταζόμουν ότι ηδύνασο να είσαι παρομοίας γνώμης. Και κατά βάθος έχεις δίκαιον. Αλλοίμονό μου! Αισθάνομαι πάρα πολύ ζωηρά ότι εγώ είμαι ο μόνος ένοχος, όχι ένοχος! Φτάνει που η πηγή κάθε αθλιότητος, είναι κρυμμένη σε μένα, καθώς άλλοτε ήταν η πηγή κάθε ευδαιμονίας.
Το κύμα έσπαζε στα πόδια τους κ' η Παυλίνα, κυττάζοντας το κύμα, έλεγε παραπονετικά μέσα της: — Αλλοίμονο! κανένα κύμα δε μούφερε το μεγάλο διαμάντι....
Δεν τους έχεις τους ανθρώπους σαν τα ζωντανά σου, να έρχωνται και να ξαναέρχωνται χίλιες φορές. Ο Λάμπρος και ο Μανώλης ηυχαρίστησαν διά μειδιάματος την σύζυγον του Σπληνογιάννη διά το φιλοφρόνημα. — Μα κάμε φρόνιμα, γυναίκα! έκραξεν αγανακτών ο ποιμήν. Είνε τρόπος αυτός να επιμένης τόσον εσύ, εμπρός εις τόσους άνδρας! Αλλοίμονό μας, αν αρχίσουν να μας κουμαντάρουν η γυναίκες μας!
ΒΕΡΑ — Μη Τάσσο. Μην εξακολουθήσης πια. Είμαι άρρωστη. Με σκοτώνεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι γυρεύεις τ' αδύνατα και τ' ακατόρθωτα; Δεν το καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣ — Δεν γυρεύω ταδύνατα, Βέρα. Όχι. . . ΒΕΡΑ — Ταδύνατα γυρεύεις. Αλλοίμονο, ταδύνατα. ΦΛΕΡΗΣ — Τότε δε με κατάλαβες ακόμα, Βέρα. Δεν εμπήκες στην ψυχή μου. Δεν είδες τόνειρο που γυρεύω να ξαναονειρευθώ μια φορά ακόμα.
Ας ευχαριστηθή η ψυχή του εκεί που βρίσκεται. Οι άλλοι χαμογελάσανε πικρά. — Παράξενο σου φαίνεται; ξαναείπε ο Μαθιός. Άνθρωπος και δέντρο ένα πράμμα είνε. Όπως συνηθίση κανένας. Άλλα δέντρα διψάνε το νερό και τούτο διψάει το κρασί. — Αλλοίμονο! είπε ο Θανάσης ο Βιόλας. Ο άνθρωπος πάει και τούτο μένει Ποιος το ξέρει; Όλοι μας θα πάμε και τούτο θα βρίσκεται ακόμα. Θα ψηλώνη και θα θεριέβη.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σκέπτομαι πως όχι• μα ευθύς από τη θύρα του σπιτιού δεν θα ξεκουμπισθής; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ μόνος και μετά μικρόν ΑΜΥΝΙΑΣ ΑΜΥΝΙΑΣ Ωχ! αλλοίμονο! ΑΜΥΝΙΑΣ Ε, τι γυρεύεις τάχα συ; να μάθης πώς με λένε; Δυστυχισμένον. ΑΜΥΝΙΑΣ Σκληρέ! δαιμονισμένε! «Τροχοαπάστρες των αλόγων τύχες! Αθηνά, ω πόσο με κατάστρεψες!»
— Χουμ! είπεν ο αδελφός μου ξύων την κεφαλήν του. Αυτό κ' εγώ μόνον άκραις μέσαις το γνωρίζω. Μήπως μ' άφηκε μαθές η μητέρα να τον ερωτήσω, καθώς ήθελα; — Άνθρωποι είμεθα, έλεγε, και οι αρρώστιαις είναι για τους ανθρώπους. Αλλοίμονο σ' όποιον δεν έχει ποιος να τον κυττάξη! Και ποιος ηξεύρει, αν αυτήν την ώρα και το Γιωργί μας δεν είν' άρρωστο στη ξενιτειά, χωρίς κανένα εδικό στο πλάγι του!
Και στων παιδιών του έρριξε τις κεφαλές κατάρες οργισμένες γιατί τα γέννησε και τα ’θρεφε, πικρόγλωσσες, αλλοίμονο, κατάρες· το βιό τους να μεράσουν μια φορά με το σπαθί στο χέρι· και φοβούμαι να μην το κάμη η Ερινύς τώρα γοργά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν