United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Τριστάνος τούκοψε το κεφάλι, έκοψε της μπούκλες που κρεμόντανε γύρω στο πρόσωπό του, και της έχωσε στη μπότα του. Ήθελε να της δείξη στην Ιζόλδη για να κάνη χαρά στην καρδιά της φίλης του. «Αλλοίμονο! συλλογιζότανε, τι έγινε ο Γκοντοΐν; Ξέφυγε! αχ, να μη μπορέσω να τον ανταμείψω με την ίδια πληρωμή

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Αχ! αλλοίμονό μου, ο δυστυχής! ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τι, γέρο; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Μια α ρ ν η τ ι κ ή για τόκους μούρθε γνώμη. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Φανέρωσέ τη μου λοιπόν. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι; μα όταν δεν θα βγαίνη το φεγγάρι κάθε τόσο, εγώ τόκους δεν θα δώσω. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Και γιατί;

Δεν τα ξέχασ' ακόμα τα λόγια του τότες που χήρεψα κ' έμεινα με δύο ορφανά στο πλευρό μου. Μα του λόγου σου, αφεντικό, παπάς, τέτοιο παλικάρι! Στεφ. Ίσια ίσια παλικάρια χρειάζεται κι ο Θεός, καλέ μου Κεριάκο. Πάω να δώσω στο Θεό τη ζωή μου, και να το πης και στους δικούς μου σα μεταγυρίσης, να ξέρουν πού είμαι. Γλήγορα θα με ξαναδούν. Αλλοίμονο, και γλήγορα θα με χρειαστούν.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ Δεν είμαι πια μαζί σας. ΑΔΜΗΤΟΣ Τι κάνεις; Μας αφήνεις; ΑΛΚΗΣΤΙΣ Ναι. Χαίρετε. ΑΔΜΗΤΟΣ Αλλοίμονό μου! εχάθηκα ο άμοιρος. ΧΟΡΟΣ Πάει. Δεν υπάρχει πλέον. Επέθανε η δύστυχη γυναίκα του Αδμήτου. ΕΥΜΗΛΟΣ Αλλοίμονό μου! Επέθανε η μάννα μας, πατέρα, και με αφήνει ορφανό• τα μάτια της κλεισθήκαν και πέσανε τα χέρια της.

Τα δάκρυά της σβύσανε τη φλόγα του κι' ο Πέτρος έγινε κρύος σαν το μάρμαρο. Η Μαρία τον έσφιξε στην αγκαλιά της και τα χείλια της σαλέψανε μ' ένα παράπονο, που δε στάθηκε παρόμοιο στη γη. Και του είπε, κυττάζοντας τα βασιλεμένα μάτια του: — Αλλοίμονο! γλυκέ μου. Πόσο μοιάζω κ' εγώ με το σκοτεινό περιπλοκάδι του κισσού, που αγκαλιάζει το κρύο το μάρμαρο.

Έτρεμες σαν τάδινες, δεν είπες κανένα «χαίρε!» — Αλλοίμονο! αλλοίμονο! κανένα «χαίρε!» — Να έχης άρα γε κλεισμένη την καρδιά σου για μένα, εξ αιτίας της στιγμής που για πάντα με έδεσε με σένα; Καρολίνα, ούτε χιλιάδες χρόνια δεν μπορούν να εξαλείψουν την εντύπωση! και το αισθάνομαι, δεν μπορείς να μισήσης εκείνον που τόσο καίεται για σένα».

Ποιος θα μου το συμμάσ' τότε, λέλεμ'; Ποια θα μου το πλύν'; Ποια θα μου το λούση; Μάννα δεν έχ' τ' άμοιρο εδώ και τόσα χρόνια, να της λείψ' κι' η βάβω; Αλλοίμονο στην τσιουπούλα μ'! Θα μου τη φάγη η αναλλαγιά!

ΘΕΡΑΠΩΝ Μη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έδωκες το παιδί σ’ αυτόν, όπως μας λέγει; ΘΕΡΑΠΩΝ Το ’δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια. ΘΕΡΑΠΩΝ Πιο πολύ θα ’μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει.

ΒΕΡΑΜιλώ για τον εαυτό μου. Πώς να ζυγώσω στο βωμό, πώς θέλεις να ζυγώσω; Και τι να φέρω στους θεούς; Αλλοίμονο! Ένα σώμα αρρωστημένο, γερασμένο! Μια ψυχή πληγωμένη! Μια κουρασμένη σκέψη. Οι θεοί δε θα δεχτούνε τη θυσία μου. Θα μοιάζη σαν ιεροσυλία. ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο! ΒΕΡΑΜιλώ λοιπόν τόσο σκοτεινά, που δεν με καταλαβαίνεις; ΦΛΕΡΗΣΑλλοίμονο!

Τινταγκέλ, φώναξε ο Τριστάνος, ο Θεός να σ' ευλογήση σένα και τους άρχοντές σουΆρχοντες, εδώ άλλοτε ο πατέρας του ο Ριβαλάν, με μεγάλη χαρά, είχε πάρει την Μπλανσεφλέρ. Αλλάαλλοίμονο! — ο Τριστάνος δεν το ήξευρε. Όταν έφθασαν κάτω από τη μεγάλη σκοπιά του πύργου, τα σαλπίσματα των κυνηγών αντήχησαν, και αμέσως κατέβηκαν στης πόρτες οι βαρώνοι κι' ο ίδιος ο Βασιληάς Μάρκος.