Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη : μια γλυκειά ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο της, ταναπουπουλιασμένο.
Αυτά τα Σάββατα πιστεύει ο Λαός, ότι βγαίνουν οι πεθαμένοι από τον Κάτω-Κόσμο, και περιφέρονται αόρατοι στα μέρη, που έζησαν, γι’ αυτό κι’ ο κόσμος φκιάνει κόλλυβα για τους πεθαμένους του. Πιστεύει ακόμα, ότι τα κόλλυβα αυτά τα τρων οι πεθαμένοι και μόνο νομίζομε, ότι τα τρώμε εμείς και ότι εκείνοι οι πεθαμένοι, που δεν έχουν δικούς να τους φκιάνουν κόλλυβα, μένουν νηστικοί.
Ταράξου συ και δείξε τους 'ς τη Δύσι, 'ς την Ευρώπη, Πώς όλοι δεν κοιμώμαστε, . . . φυλάει καραούλι Ο γέρω-Ψηλωρείτης σου, αν Πίνδος και Ροδόπη Κοιμώνται, αν το γέρικο κοιμάται ακόμα Σούλι . . ., Αχ, δεν κοιμάται . . . 'ρήμαξε!! . Εκείναις ήτανε χρονιαίς ελληνικαίς αλήθεια· Τότ' έβραζε ζεστή καρδιά 'ς ανδρειωμένα στήθηα!
Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνω 'ς τη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε.
Ακόμα του φαινόταν πολύ παράξενο κι' ακατανόητο πως στα μακρυνά πέρα χωριά, τα τόσον ακίνητα και σιγαληνά, υπάρχανε και κάθονταν άνθρωποι, και πως οι άνθρωποι κείνοι ζούσαν και κινιόνταν όπως αυτός, όπως οι άλλοι ναύτες, όπως ο άλλος κόσμος,. Και μόνο στα μάτια του Ρένα αληθινός και ζωντανός καμπυλωνόταν ο ουρανός και το γαλάζο του ανοιχτό δεν είχε να του κρύψει κανένα μυστικό,.,
Τον συντροφεύει ολόμαυρον Μέγα εναέριον σύγνεφον. Κρέμεται ακόμα ατίνακτον Αστοπελέκι επάνω του, Κ' άγρυπνος μοίρα. Ω Βαρνακιώτη· τρέχεις, Και ο κτύπος των ποδών σου Αντιβομβεί ωσάν νάτρεχες Επί τον κούφιον θόλον Βαθείας αβύσσου. Αν κοπιασμένος πέσης 'Ν αναπαυθής 'ς τα χόρτα, Η τιμωρός συνείδησις Με σε πλαγιάζει αλλάζουσα Τα χόρτα εις δράκοντας.
Τράβα το ζω σου, κι ανεβαίνω κάτω κει στην πεζούλα. Κερ. Τρέχα, γουρσούζικο, τρέχα που μου λιμπίστηκες αγκάθια τέτοιες ώρες και συ. Στο δρόμο κοντά στης Δέσπως. Αυγή. Περμ. Πού είσαι; Σε κουκούλωσε και πήγε το πάπλωμα σήμερα, που να σε κουκουλώση ο χάρος! Το χωριό άνω κάτω, και συ παράθυρο ακόμα δεν άνοιξες. Πιπ. Καλημέρα. Περμ. Να τα καλύψης.
Τα σύννεφα έτρεχαν επάνω στους βράχους και οι θάμνοι και τα δέντρα λύγιζαν από τον άνεμο, τρελά από την επιθυμία να ξεκολλήσουν από τη γη και να τ’ ακολουθήσουν. Βροντούσε ακόμα και όλα είχαν ένα μεγαλείο αναταραχής και αγωνίας. Ο Έφις αισθανόταν να τον παίρνει η δίνη σαν να ήταν ξερό φύλλο. Στάθηκαν πλάι σ’ έναν από τους σταυρούς που σημαδεύουν το δρόμο.
Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αλλοίμονο! εδείλιασες! έ, κάμε το μονάχη! ΚΡΕΟΥΣΑ Έχω ένα τρόπον ασφαλή, μα και κρυφό ακόμα. Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Σ' όποιο κι αν θέλης απ' τα δυο, εγώ θα σε βοηθήσω. ΚΡΕΟΥΣΑ Άκουσε: ξέρεις τάχα εσύ τη μάχη των Γιγάντων; Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ξέρω, που πολεμήσανε με τους θεούς στη Φλέγρα. ΚΡΕΟΥΣΑ Εκεί εγέννησεν η γη το τέρας, τη Γοργόνα. . . Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Να πολεμήση τους θεούς, βοηθώντας τα παιδιά της;
Τονέ θέρμαινε ακόμα η σοφιστική η μανία. Ήθελε λοιπό να το κανονίση και καλά, πόσο μερτικό θεότητα είχε ο Σωτήρας και πόσο κοινή ανθρωπιά. Κ' έτσι κάθε λίγο ξεφύτρωνε κ' ένα Χριστολογικό ζήτημα, μια αίρεση. Καθώς είδαμε, από το Μεγάλο Θεοδόσιο και δώθε σύχασε κάπως ο κόσμος από θεολογικές λογομάχητες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν