Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Έφευγε κι' ακόμα έφευγε σαν ίσκιωμα, χωρίς ν' απολογηθή στο ευγενικό προσκάλεσμα, αφίνοντας οχ πίσω του μοναχά το γλυκό λάλημα του κυπριού του μουλαριού του « τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... »
ΑΡΓΓΑΝ Και δεν ήθελε καθόλου να συναινέση σ' αυτό το γάμο. Υπερίσχυσε όμως η γνώμη μου, κ' έδωκα το λόγο μου. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! πατεράκο μου, πόσο σ' ευγνωμονώ για όλην αυτή την καλωσύνη σου. ΑΡΓΓΑΝ Δεν το είδα ακόμα το πρόσωπο· μου είπαν όμως πως θα μείνω ευχαριστημένος κ' εγώ και συ. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Και βέβαια πατέρα μου. ΑΡΓΓΑΝ Πώς; τον έχεις 'δει;
Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους.
Με έκλεισε σε ένα μεγάλο κλουβί και διέταξε τον δήμιο να με μεταφέρει σε ένα έρημο μέρος, να κόψει το κεφάλι μου και να εγκαταλείψει το σώμα μου στα αρπακτικά πουλιά. Έτσι το κλουβί με μένα μέσα τοποθετήθηκε σε ένα άλογο, και ο δήμιος με την συνοδεία ενός ακόμα άνδρα πήγαν στην εξοχή, μέχρι που βρήκαν ένα μέρος κατάλληλο για τον σκοπό.
Παράμερη εξοχή, που το καλοκαίρι μονάχα τη θυμούνται οι χωριανοί και τη διαλέγουνε για τα ξεφαντώματά τους. Τώρα όμως, άνοιξη ακόμα, ο γέρος ο Ανέστης πλανιότανε ολομόναχος στη λησμονημένη εκείνη γωνιά του κόσμου, βγάζοντας ξεφωνήματα κι ακατανόητα λόγια κάθε φοράν που αγνάντευε βράχο ή χωράφι ή κορφοβούνι τριγύρω και του θύμιζε της νιότης τα χρόνια.
Κατεβαίνοντας κοιτάζω δυο ασπριδερά πράματα κάτω κάτω. Μου ήρθε ζάλη, και θάπεφτα δίχως άλλο, μόνο που πιάστηκα απ' έν' αγριόκλαδο. Σιγά σιγά φτάνω κάτω, με χέρια ματωμένα, φορέματα ξεσκισμένα, καρδιά μαύρη και σκοτεινή. Δεν το πίστευα πως είταν η Χριστίνα εκείνη, με το μικρό της σφιγμένο ακόμα στην αγκαλιά της.
Τότε ο αληθινός Θεός προσβλήθηκε και έκανε τους υπηρέτες αυτού του βασιλιά τόσο κακούς, που συνωμότησαν για να σκοτώσουν τον αφέντη τους. Ναι, έβαζε να λατρεύουν ένα Θεό, όλον από χρυσάφι: γι’ αυτό έμεινε στον κόσμο τόση αγάπη για το χρήμα και οι συγγενείς, ακόμα, σκοτώνουν τους συγγενείς για το χρήμα. Ακόμη και τα αθώα πλάσματα λατρεύουν το χρήμα.»
Τον στείλανε της προάλλαις αποσπασματάρχη για της εκλογαίς και δεν γύρισε ακόμα. Μα να σου πω, παιδί μου, αγυρισιά του να γένη! . . . — Πω! Πω! τέκνον μου! τέτοια μέρα! Ημέρα που ο ληστής σχωρέθηκε! . . . Πω! πω! τέκνον μου . . . — Του σήκωσε τα μυαλά, παιδί μου, του άναψε το κεφάλι και δεν κυττάζει την δουλειά του!
Κι' όταν στο πέρασμα έφτασαν τ' ασώπαστου Σκαμάντρου, πλήθιου ποταμού πούκανε ο βροχοδότης Δίας, εκεί τον βάζουν κατά γης και δροσερό του ρήχνουν 435 νερό· κι' αφτός ανάσανε, κι' ανοίγοντας τα μάτια στα γόνατα του κάθησε και ξέρασε αίμας μάβρο. Μα έγυρε πάλι πίσωθες, και χάμου τού πλακώνει το φως θολούρα, τι η πληγή τον δαιμονούσε ακόμα.
Ο αληθινός φταίστης ήταν ο Δημητράκης με τη λιγομυαλιά και με τα πείσματά του. Αυτός ο μισοπάλαβος, ο αγράμματος, ο προδότης! Και τι έκαμε; Την πήρε μαζί του και να! την πέθανε· Αν έμενε στο σπίτι της, θα ζούσε ακόμα!... Και τη θέση της λύπης πήρε τώρα το μίσος του· μίσος κι αποστροφή για τον αδερφό του. Έτσι πήρε τον ανήφορο κ' έφτασε λαχανιάζοντας στο σπίτι της Ελπίδας.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν