Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Έπειτα σήκωσε την ποδιά της στα μάτια, πέρασε την αυλή ανάμεσ' από τα δένδρα και γύρισε στο σπίτι. Δεν είχε περάσει μια βδομάδα που άλλαξαν δαχτυλίδια. Ακόμα δεν τον είχε καλογνωρίσει τον αρραβωνιαστικό της, μα της φαινότανε πως τον γνώριζε χρόνια, τώρα που τον έχανε. «Αυτά έχουνε οι γυναίκες των θαλασσινών της το είχε ειπή η μάννα της. Και με όλα αυτά θαλασσινόν ήθελε η Ουρανίτσα.
Σαν κατέβηκε ο Πανάγος, δεν είταν πια και πολύ θολωμένος ο νους του· δεν απορούσε τι να κάμη και τι να πη· παρά εκεί που το κράταγε αυτή ακόμα το τσαμπί και το γλυκοκοίταζε, σκύβει να φιλήση το χνουδάτο της μάγουλο. Έβαλε τον αγκώνα της η Ασήμω, σα να τον αποσπρώξη. Πιάνει τότες εκείνος το χέρι της και το γλυκοσφίγγει.
— Τι θα κάνατε; τον ρώτησε ανυπόμονα ο Αριστόδημος. — Τι θάκανα; και με ρωτάτε ακόμα; θα γενόμουν Ευμορφόπουλος· αληθινός Ευμορφόπουλος. Δε θα περιοριζόμουνα στη γλώσσα· θάσκαβα τη γη και θα σύναζα κάθε λιθάρι της εποχής τους. Θάνοιγα μουσεία και σχολεία· τίποτ' άλλο. — Κ' έπειτα; — Έπειτα; ο θαυμασμός του κόσμου θάφερνε σε μένα τους τόπους μου. — Θα το κάμω εγώ· είπε αποφασιστικά ο Αριστόδημος.
Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία.
Τη λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγά — σιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της βαθούλωσαν απ' τα δάκρυα της κακορροίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές, τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σα λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κ' η δροσιά της σβύστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα.
Πείνα! .. Συ ξέρεις πείνα, Ω Ήπειρός μου, τι θα 'πή, που πέντε τώρα χρόνια Κοντά μέσ' 'ς τ' άλλα της πικρής σκλαβιάς σου καταφρόνια Κι' από την πείνα δέρνεσαι· κι ακόμα ποιος το ξέρει Ως πότε θε να την βαστάς!.. Ας σ' έχουν 'ς το λαιμό τους Αυτοί που ακόμα σε κρατούν 'ς το Τούρκικο το χέρι Κάθε βαρειά σου στεναξιά να πέση απανουθειό τους Βαρειά κατάρα 'γκαρδιακή!
Τώρα θα μας ρίξη με κανένα άλλο του γράμμα στη μεγάλη Πασκαλιά! Ετς πάμε τώρα τόσα χρόνια: Από πασκαλιά σε πασκαλιά κι' απ' Άη-Γεώργη σ' Άη Δημήτρη!.... — Πού το ξέρ'ς, καημένη κυρά; της είπε η υπηρέτρα. Μπορεί νάρθη κι' απόψε. Η μέρα δε σώθηκε ακόμα! Εκείνη τη στιγμή ακούστηκ' ο σήμαντρος της εκκλησιάς, που σήμαινε τον εσπερινό «τσιγγ τσιαγγ... τσιγγ τσιαγγ»
Μα πρέπει να με λησμονήσης και να βρης μιαν άλλη να σε βοηθήση με τα παιδιά. Και με παρακάλεσε πάλι να της επιτρέψω να πεθάνη, παρακάλεσε να την αφήσω να περάση ήσυχη λίγες βδομάδες, που έχει να ζήση ακόμα.
Κι ο λοχίας, ο Κώστας Μόσχος, φωτισμένος από τη λίγη λάμψη της φωτιάς πόσβυνε ολοένα, σήκωσε τη τσίτσα κι έπιε μια φορά ακόμα στην υγειά του πολέμου. — Και τόρα το σ ι ω π η τ ή ρ ι ο σα να πούμε, και καλή νύχτα σας, μπρε όρνια!...
Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα —
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν