Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025


Νους, γλώσσα, χέρια, ποδάρια, κορμί είχαν όλα πιαστή από τη χαρά. Ο παπάς βλέποντας, ότι οι εξορκισμοί του έφεραν ανεπάντεχα καλά, έπαψε το διάβασμα, κι' όλοι, όσοι βρίσκονταν εκεί, άντρες και γυναίκες και παιδιά, ξεφώνησαν από τη χαρά τους, ενώ το κυπρί του μουλαριού ακούονταν, που λαλούσε όξω στην αυλή «τριγκ-τριγκ-τριγκ- τριγκκκκ.....»

Μήνες πέρασαν από το θάνατο της δόλιας της Μάννας, την άνοιξη δέχτηκε το καλοκαίρι, και το καλοκαίρι ο χινόπωρος, και το χινόπωρο, ο χειμώνας. Ο ξενιτεμένος ο Βασίλης δεν ακούονταν πουθενά, Τώχουν σύστημα οι ξενιτεμένοι, όταν βουλιώνται ναρθούν, κόβουν τα γράμματα.

Ο Σπύρος δεν ακούονταν, τον είχε καταβάλει ο κόπος του δρόμου, κι' άμα έφαγε, ακούμπησε στον τοίχο κι' αποκοιμήθηκε, έχοντας προσκέφαλο το δισάκκι του, στρώμα τη βελεντζούλα του και σκέπασμα την κάππα του. Η πρόταση ν' αναθέσουν την κρίση στο παιδί, είχε γείνει δεχτή απ' όλη τη συνοδεία. — Ναι, ναιακούονταν ανάμεσα στες κουβέντες τους. — να ξυπνήσωμε το παιδί να τους κρίνη.

Και κάθε λίγο απάνω στα πατώματα, στις σκάλες κάτω και παρακάτω στη στενόχωρη αυλή θρήνοι ακούονταν, λυγμοί αντηχούσαν, κορμιά έπεφταν λιπόθυμα, καυτήριο εκυλούσε το δάκρυ. Ο καπετάν Ξυρίχης δεν ημπορούσε να υποφέρη περισσότερο την αμφιβολία του.

Ενώ η συνοδειά των γυναικών ανέβαινε σκυφτή από το βάρος του νερού, γλυκός ήχος κυπριού ακούστηκε πίσω τους «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' όσο οι γυναίκες ανέβαιναν άλλο τόσο κι' ο γλυκός ήχος του κυπριού ακούονταν καθαρώτερα και δυνατώτερα «τριγκ... τριγκ... τριγκ... » κι' από τα ξηρά και βροντερά πατήματα πεταλωμένου ζώου φαίνονταν, ότι πίσω τους βρίσκοντον καβαλλάρης.

Μου είπε η κουμπάρα μας μια γνώμη, να τάξω στην Καισαριανή, μεγάλ' η χάρι της, να σηκωθώ να τον πάω, ίσως λυπηθή, η Παναγία και τον κάμη καλά. Χάρες μεγάλες ακούονταν πως γίνονται τον καιρό εκείνο.

Ακούονταν οι αληχτησιές των σκυλλιών και το κακό το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκ... » Γι' αυτό δεν ανοίχτηκε πλειο καμμιά θύρα και καμμιά σπλαχνική φωνή δεν προσκάλεσε πλειο τον ξένον σαν πριν: — «Κόπιασε μέσα, ξένε μ', αν είσαι Χριστιανός, κι ό,τι κι' αν είσαι, θαυρής φωτιά να ζεσταθής και ψωμί να χορτά'ης».

Περνούσεν ο ένας ναύτης μπροστά από τον άλλο, σταματούσε, κάτι τούλεγε, σταματούσε για να τον κυττάξει, και ύστερα ο καθένας προχωρούσε στη διεύθυνσή του. Οι φωνές και οι βρυσιές στο υπόφραγμα μπόλικες. — Είναι το θαμπό φως που κάνει τους ναύτες έτσι ευκολοερέθιστους, είπεν ο Ρένας, και σε κανένα δεν κάνει εντύπωση. Διαρκώς ακούονταν. — Μίλα καλά, λέω γω. — Αυτό που σου είπα. Γκαπ-γκουπ.

Και στα ξεφωνητά μέσα ακούονταν και μερικές κατάρες για τη νύφη της, που εστάθη αιτία του σκοτωμού του, γιατί ο ναύτης είχε γυναίκα και παιδί, αγόρι οχτώ εννιά χρονών. Και, πράμμα παράξενο, δεν ήταν εκεί, την ώρα που έγεινε το κακό, ούτε η γυναίκα του, ούτε το παιδί του· ξένες γυναίκες εθρηνούσαν και από τους δικούς του η αδερφή του μονάχη.

Άλλος δίοπος έλεγε σε δυο ναύτες που δεν ακούανε τη διαταγή του: — Τι τάχω, μωρέ Θεούλη μου αυτά; Και τραβούσε τα δυο του κόκκινα γαλόνια. Άλλες ομιλίες ακούονταν από δω κι' από κει. — Σαν καλός είναι σήμερα. — Πέφτει τσεκούρι και τσεκούρι.,,, — Αυτό το ψοφήμι θα κάνεις τώρα άνθρωπο! — Πηγαίνανε μαζεμένοι όλοι σαν τραγιά..... — Το πίστεψες συ πάλι! Λάφρωσέ τα λιγάκι ό,τι να το γλυτώσομε.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν