Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


— Σ' το ρημαδιακό σ' να κάμουν σταυρό, θεοκατάρατε! Απήντησε τότε τραχεία και φοβερά φωνή γραίας άλλης, σωρευμένης ως σακκίου επί της σαλευομένης του μαύρου οίκου αυλαίας, υψηλής και μεγάλης ως παλατίου, ήτις σεισθείσα επί των σιδηρών στροφίγγων της, έτριξε γοερώς, ως να έκλαιε πνιγόμενος.

Αλλά περιέμεινε μέχρις ου η Σιξτίνα καταβή και την τελευταίαν βαθμίδα, και επειδή έμελλε τότε αύτη να στραφή επικάρσια όπως εύρη την θύραν, η Βεάτη ήθελεν ελλαμφθή υπό του φωτός του δελέτρου, όπως καταβή αφόβως την κλίμακα. Τούτο και έπραξεν. Αλλά δυστυχώς καθ' ην στιγμήν η Βεάτη επάτει εις την δευτέραν εκ των άνω βαθμίδα, η σανίς έτριξε, και η αδελφή Σιξτίνα εκπλαγείσα εστράφη να ίδη.

Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.

Πόσες ευχαριστήσεις μπορούν να σας δώσουν ο νους σας, η γνώσεις σας, τα προτερήματά σας! να είστε άνδρας! βγάλετε αυτή τη θλιβερή αφοσίωσι από μία γυναίκα που δεν μπορεί να κάνη τίποτε άλλο για σας παρά να σας λυπάται. — Ο Βέρθερος έτριξε τα δόντια του και την εκύτταξε σκυθρωπά. Εκείνη κρατούσε το χέρι του. — Σταθήτε ατάραχος για μια στιγμή Βέρθερε! είπε.

Εκεί απάνω απ' την άλλη κάμαρα του μύλου κάτι βρόντηξε, και σε λίγο έτριξε δυνατά η πόρτα του κήπου, και φάνηκε η Λουλούδω ροβολώντας κάτου στο πλατανόρρεμμα. — Η Λουλούδω! η Λουλούδω, κάνει κάποιος. Το μπεόπουλο αλαφιάστηκε. Γύρεψε να τρέξη κ' αδρασκέλησε το κατώφλι. Δυο σιδερένια χέρια τότες το κράτησαν στον τόπο του. Οι τούρκοι μισομεθυσμένοι πετάχτηκαν όξω και χύθηκαν απάνω στο Λιάκο.

Είναι αληθές, απήντησεν ο Μονάρχης, ωσάν ν' ανεκουφίσθη από την εξήγησιν αυτήν· αλλά, μα την ιπποτικήν τιμήν μου, θα ωρκιζόμην ότι ήτο αυτός εδώ ο αλήτης που έτριξε τα δόντια. Εξ άλλον εβεβαίωσεν ότι θα πίη όσο ήθελαν κρασί. Ο μονάρχης ησύχασε, και ο Χοπ-Φρωγκ, αφού εκένωσε και άλλο ποτήρι, χωρίς να φανή δυσαρεστημένος, εισήλθεν αμέσως και με μεγάλην επιτηδειότητα εις τα σχέδια της μασκαράτας.

Μήπως μαζί με τα έργα της τέχνης θάφτηκε κ' εκείνο εκεί και τώρα βγήκε να του φωνάξη: «πιάσε με!;» Και τι νάνε τάχα; τι νάνε; Μήπως το πνεύμα του το δυνατό, μήπως η ψυχή του η μυριοπρόσωπη ; Κι αν ήταν τ' ήθελε; Προσήλωσε τα μάτια του καλά· τέντωσε ταφτιά του· Σείστηκε φύλλο· γρύλλος έτριξε. Ο Αριστόδημος ανατρίχιασε. Μιλούνε λοιπόν; Μιλούνε.

Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.

Μόνον η προς την κεφαλήν μου πλευρά του ενέδιδεν υπό την πίεσιν, αλλ' επανήρχετο μετ' ελαστικότητος εις την προτέραν της θέσιν. Επροσπάθησα να καθησυχάσω τα αισθήματά μου και να κατατάξω τας σκέψεις μου. Τι έτριξε; Πώς και διατί; Δεν κατέβην ποτέ εις τον κρημνόν διά να επεξεργασθώ κάτωθεν τα του εξώστου μου.

Ο Ψυχομάνης δαιμονισμένος δάγκανε τα μελανιασμένα του χείλη από θυμό. Εταπεινώθηκε στα μάτια κείνων, που τους είχε συνηθισμένους να ζαρώνουν πάντα μπροστά του. Δεν ήταν λίγο το κακό! Έτριξε τα δόντια όπως συνήθαε και πήγαινε να φρενιάση. Ο Καναβιός ελέφτερος τόρα απόξω, ξαναγύρισε πάλι σα νάθελε ο άμοιρος να συχωρέση τον Ψυχομάνη για το κακό που τούκαμε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν