Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025


Αυτά 'πε κείνη, κ' έπιασεν αυτούς αχνή τρομάρα· έτρεμαν και απ' τα χέρια των έφυγαν τ' άρματά των καθώς εφώναξε η θεάτην γην επέφταν όλα, 535 και προς την πόλιν έστρεψαν να σώσουν την ζωή των. εβόησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας, μαζώχθηκεν, ως αετός εχύθ' υψηλοπέτης. τον καπνοβόλον κεραυνόν τότ' έρριξε ο Κρονίδης, κ' έπεσ' εμπρός εις την θεάν, κόρην φρικτού πατέρα. 540 και του Οδυσσέα φώναξεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, στάσου, παύε τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους, μη πέσης ήδητην οργή του βροντοφώνου Δία».

Συχνά-πυκνά το χρώμα μου κιτρίνιζε σα θράψος, έπεφταν αναρίθμητες της κεφαλής μου οι τρίχες κ' εκόλλησε το δέρμα μου στα κόκκαλά μου απάνω. Και πού δεν πήγα η δύστυχη γυρεύοντας να γιάνω, και ποια γερόντισσ' άφησα που ξέρει να ξορκίζη; Τίποτα δε μ' αλάφραινε κ' έλειωνα με το χρόνο. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Χοντρά δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, κατέβαιναν στο πηγούνι του που έτρεμε και σταγόνα σταγόνα έπεφταν στη γη. Ο Τζατσίντο τον περίμενε ξαπλωμένος μπροστά στην καλύβα. Μόλις τον είδε να ανεβαίνει με το καλάθι στο χέρι που φαινόταν να τον τραβάει προς τα κάτω παρόλο που ήταν άδειο, κατάλαβε πως τα ήξερε όλα. Τόσο το καλύτερο!

Γελούσε με τη Βεργινία πού μασσούσε την μπριζόλα της με το χαρτοπόλεμο στα μαλλιά, με τη Λιόλια που θαρρούσε πως έπεφταν τα χαρτάκια από πάνω της μέσα στο φαΐ της κι όλο τιναζότανενώ της τάρριχνε αυτός, χωρίς να το παίρνη χαμπάρι. Καθώς σηκωθήκαν απ’το τραπέζι κ' έμεινε η Λιόλια μια στιγμή γυρισμένη, χώνει το χέρι του ο Νίκος στο λαιμό της βαθιά και της γιομίζει την πλάτη κομφετί.

αυτούς ο θείος αοιδός και ο Μέδοντας τότ' ήλθαν από τα οδύσσεια δώματα, την κλίνην άμ' αφήσαν· 440 και, ως έμπροσθέν τους στήθηκαν, απόρησε καθένας. ο συνετός ο Μέδοντας τότ' είπε προς εκείνους· «Ακούτε μ', Ιθακήσιοι· χωρίς των αθανάτων την θέλησι δεν έγειναν τα έργα του Οδυσσέα· άφθαρτον είδα εγώ θεόν εις το πλευρό να μένη 445 του Οδυσσέα, και ώμοιαζε τον Μέντορατην όψι. κείνος ο αθάνατος θεός πότε τον Οδυσσέα θάρρευ' εμπρός του φανερός, και πότε τους μνηστήραιςτο μέγαρο ετρικύμιζε, κ' εκείνοι έπεφταν όλοι».

Πατούνε σπίτια και πύργους, σκοτώνουνε χριστιανούς, κλέβουν τα παιδιά τους, και τα παίρνουνε στην Ανατολή και τα τουρκέβουν. Σαν πέτρες έπεφταν αυτά τα λόγια στο μικρό μου κεφάλι. Ξεχνώ την ιστορία της Λενιώς, κι αρχίζω και ρωτώ χίλια άλλα πράματα.

Η γιαγιά μου έλεγεν παραμύθι για ένα βουνό από μαγνήτη· τα πλοία, τα οποία επλησίαζαν πάρα πολύ, έχαναν διά μιας όλα τα σιδερικά των, τα καρφιά επετούσαν προς το βουνό, και οι ταλαίπωροι ταξιδιώτες εσκοτώνοντο ανάμεσα στα σανίδια που έπεφταν το ένα πάνω στ' άλλο. 30 Ιουλίου.

Αλλ' εις εμέ! εμέ! εμέ! που αυτά μόνον και μόνον επρόσμενα, δεν έπεφταν! — Η καρδιά μου της έλεγε «μυριάκις έχαιρεΚαι αυτή δεν 'με έβλεπεν! Η άμαξα επέρασε και έν δάκρυ μού στεκότουν στα μάτια.

Όχι, δεν ονειρευόταν, όλα ήταν αληθινά: η αυλή ήταν γεμάτη ήλιο και σκιά, κάποιες σχίζες έπεφταν από το μπαλκόνι όπως πέφτουν οι πευκοβελόνες το φθινόπωρο και πέρα από τον τοίχο φαινόταν το Βουνό άσπρο σαν ζάχαρη και όλα ήταν γλυκά και τρυφερά όπως το πρωί, όταν είχε βγει από το σπίτι του ντον Πρέντου.

Εκεί όμως που τραβούσε ο Τριβιγίλδος κατά την Παμφυλία, αναπάντεχος εχτρός τον ανταμώνει ο χτηματίας ο Βαλεντίνος, που με μερικούς ντόπιους έπιασε τα στενά και με Κολοκοτρώνικη μαστοριά τους μάγκωσε τους Οστρογότθους μέσα σανεξέμπλεγη παγίδα. Γκρεμνοί στα πλάγια, και βάλτοι ομπρός και πίσω. Χαλάζι έπεφταν τα λιθάρια και κατρακυλούσαν οι βράχοι καταπάνω τους, και τους τσάκιζαν.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν