Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Ο βασιλεύς έμεινε κατά πολλά θαυμασμένος με μίαν τέτοιαν μεταμόρφωσιν και ο γέρων άρχισε να λέγη· εσύ, ω αυθέντη, με βλέπεις τέτοιον, καθώς αληθώς είμαι, και διά να σου δώσω μίαν τελείαν ευχαρίστησιν, θέλω σου διηγηθή την ιστορίαν της ζωής μου. &Ιστορία του Μοκβάλ και της Δειλνοβάτζης.& Εγώ είμαι υιός ενός υφαντή γεννημένος εις την Δαμασκόν, και Μοκβάλ είναι το όνομά μου.

Ύστερα σαν τέλειωσε το σκοπό στο μπουζούκι, τον πήρε με το στόμα. Άρχισε μ' ένα αμάν βαθύ, που πετιώνταν σαν ατμός από βρασμένο νερό έξω από τα χείλη του, μ' ένα αμάν πόσχιζε με θρήνο, με παράπονο τη νύχτα μακριά, ενώ με το μπουζούκι του κρατούσε κομπανιαμέντο.

Η δε Χαλιμά άρχισε την ιστορίαν και του τρίτου Δερβίση, ο οποίος διηγήθη την ιστορίαν του κατά την ακόλουθον τάξιν. &Ιστορία του τρίτου Δερβίση, υιού βασιλέως.& Μετά τον θάνατον του πατρός μου βασιλέως, ο οποίος ωνομάζετο Κασσίπης, έγινα ο διάδοχος της βασιλείας του, εις ένα πλουσιώτατον και πολυανθρωπότατον βασίλειον.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Εδώ ετελείωσεν η Χαλιμά την ιστορίαν της, την οποίαν ηύρεν ο βασιλεύς Αϊδήν πολλά περίεργον και νόστιμην, και πάλιν άρχισε να την επαινή, και να της κάνη νέα χαρίσματα μεγάλης τιμής άξια, ανάμεσα εις τα οποία της εχάρισεν ένα διαμάντι μεγάλον ωσάν αυγό χήνας, δεμένον ολόγυρα με χρυσάφι, και ένα καρβούνι ομοίας μεγαλειότητος, το οποίον την νύκτα έλαμπε πολλά περισσότερον από ένα λαμπρόν φως.

Ο άλλος φαινότανε σαν πιο ήσυχος: χλωμός με μαύρα μάτια και κάτι φρύδια ψιλογραμμένα και καμαρωτά, με λίγο μαύρο μουστακάκι σα σκιά και τα χείλια πεταχτά και γυρισμένα καταπάνω, συμπαθητικός πολύ. . μα σούτον κι αυτός ένα σιγανό ποτάμι ! Τα μάτια του δεν ξεκολλούσαν απ’ της Λιόλιας το πρόσωπο, απ’ το ζουμερό κορμί της, απ’ τα καμώματα της όλα. . . . . Κ’ εκείνη ήτον ίδια παπαρούνα μ' ανοιγμέν’ ανθόφυλλα,, απ' τα γέλοια κι απ'τη διασκέδαση, ίδια παπαρούνα φλογόφεγγη που δεν ηξέρει τι κόκκινες λαχτάρες ανάβει γύρω της στα χόρτα του κάμπου -στα ψιλόχορτα του κάμπου τι ανατριχίλες σκορπίζει πύρινες. . Βράδιασε πια κι άρχισε να πέφτη ο κόσμος. . . Τα δέντρα του δρόμου, που μόλις έκαναν πως πετούσαν καινούργια φυλλαράκια, ήτονε σαν αλευρωμένα, με τις κορδέλλες απ' τα σερπαντέν μπλεγμένες στα κλαδιά τους λες κ' είχαν τώρα δα σηκωθή απ’ τον ύπνο με τα μαλλιά τους στα χαρτιά για κατσαρά.

Ο πανθεϊσμός έβαζε και στο παραμικρό τη σφραγίδα του. Ύστερα ο Ρένας άρχισε να μη γνωρίζει τον πρώτο του εαυτό. — Βέβαια, σκέφθηκε κάποτε, γυρεύοντας μιαν όποια δήποτε λύση, πρέπει νάμαι το αποτέλεσμα κάποιας περασμένης εποχής, και γι' αυτό η ίδια θάλασσα, τα ίδια καράβια, τα ίδια βουνά, δε μοιάζουνε διόλου με τον εαυτό τους.

Έπειτα άρχισε να φέρνη βόλτες τριγύρω του, να θέλη μια να πλησιάση και πάλι να πισοδρομή αναποφάσιστο. Ο δικός μας σκυφτός στα νύχια με το σταλίκι στον άμμο ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, εγύριζε σαν ξόανο στη θέσι του, απάνω στο μελάτι κ' εκύταζε τον εχθρό του κατάματα. Από απάνω του ετσιμπούσαν το σχοινί κάθε λίγο. — Έλα! τι κάνεις τόσην ώρα; καιρός να βγης· έτοιμος!

Οι γυναίκες, μάννα και νύφη, κάθισαν αντίκρυ σε σεντούκι απάνω, και μας μιλούσαν αυτές από μακριά. Είπα φαγεί, μα έπρεπε να το πω φαγοπότι, ή ποτοφάγι. Επειδή από την πρώτη δαγκαματιά άρχισε και το κέρασμα. Λαμπρό, μπρούσικο Κισαμιώτικο.

Άρχισε να ξεκρεμάη από τον τοίχο την παλιοκασέλα του· να ξεκαρφώνη το πρόσθετό της σουρτάρι αποκάτου. Εμάζεψε μια παλιοβελέντζα πούχε ψιριάρικη ο μάβρος· εδίπλωσε μέσα της μισό φύλλο φουστανέλα λιγδερή, πούχε απομείνει κουρελιασμένη· επέρασε το μουχλιασμένο του σελάχι, εσυγυρίστηκε καλά, κ' ήταν έτοιμος.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν