United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερον από αυτές της ιστορίες άρχισε να την διηγήται διά μερικές κορασίδες, που με αυτές εξεφάντωσε πληρώνοντάς την επιθυμίαν του.

Αυτό τούδωσε στα νεύρα κι άρχισε να περπατά εξαιρετικά γρήγορα, όταν ξαφνικά ένα παιδάκι κάτω από ένα θολωτό δρόμο τρέχοντας βρέθηκε ανάμεσα στα πόδια του κ' εκυλίσθη χάμου.

Αφού ήκουσεν όλα αυτά ο γάιδαρος, άρχισε να του λέγη· αληθινά εσύ, με το όνομα που έχεις, δείχνεις να είσαι χοντροκέφαλος, αστόχαστος και μπουνταλάς· τι απαντιχαίνεις από τους κόπους σου να αποκτήσης; ο αυθέντης μας δεν @ μου το έχει διά χάριν αν ακούσης την συμβουλήν μου, σου τάσσω, ότι θέλεις ελευθερωθή από τους τόσους σου κόπους· η φύσις σε αρμάτωσε με όλες σου τις δυνάμεις διά να διαφεντεύεσαι και να φαίνεσαι φοβερός· και εσύ αφίνεσαι να σε καταφρονούν έτσι;

Κατόπι πάλε η μια Σύνοδο άρχισε να συναγροικιέται με την άλλη, κ' έτσι κατάντησε σταλήθεια είδος Ομοσπονδία . Έπειτα κ' ένα άλλο· μερικές από τις πολιτείες γενήκανε «Μητροπόλεις», κέντρα δηλαδή που οι Επίσκοποι τους είταν ανώτεροι από τους Επαρχιακούς Επισκόπους.

«Τέλος η μάννα μου άνοιξε τη νυφική της κασσέλλα, που είχε μέσα φυλαγμένα απ' όλα τα πωρικά, που βγαίνουν στο χωριό μου, κι' όλα τα γλυκύσματα, που κάνουν εκεί, δηλαδή: σύκα, σταφίδες, μήλα, καρύδια, ρόιδια, κυδώνια, μουστόπητες, σιρυμπίκια, και συκομαΐδες, κι' άρχισε να τα μοιράζη πολλά-πολλά απόλα στα λειανοπαίδια, που είχαν τρέξει όλα, άμα έμαθαν τον ερχομό μου, γνωρίζοντας, ότι θα καλοπλερόνονταν ο κόπος τους γι' αυτό.

Ως τόσον ο βασιλεύς της Γάζνας καταδαμασμένος από την ανδρείαν των στρατιωτών του Κασέμ, άρχισε να χάνη τας ελπίδας του, και να εμβαίνη εις μέγαν φόβον και ευθύς επρόσταξε να συναχθή συμβούλιον διά να ιδή, τι έχει να κάμη· εις το οποίον ο τζοχαντάρης, που ετσάκισε το ποδάρι του ωμίλησε με τον ακόλουθον τρόπον.

Ετούτος ο βεζύρης φοβούμενος μήπως και ο βασιλεύς της Μπάσρας ήθελε μάθει τα όσα ακολούθησαν, εστοχάσθη να του το ομολογήση. Ο βασιλέας αφού και άκουσε τον βεζύρην με μεγάλην προσοχήν, και θέλοντας να βεβαιωθή καλλίτερον έστειλε και με έκραξε έμπροσθά του· και ωσάν επήγα με εδέχθη με χαροποιόν πρόσωπον και άρχισε να με εξετάζη διά τον θησαυρόν μου, παρακινώντας με διά να του τον φανερώσω.

Η ομιλία της γραίας αβγάτισεν όχι μόνον την αγάπην του Κουλούφ, αλλά και την θλίψιν του ακόμη εις το να μην εφέρθη τακτικώς με αυτήν, και ήτον σαστισμένος διά να την ξαναϊδή. Τότε η κυρά, πλέον καλύτερα ενδεδυμένη με διαφορετικά φορέματα, έρχεται εις την σάλαν με τες άλλες νέες, και άρχισε να γελά βλέποντάς τον Κουλούφ μεγαγχολικόν και σκυθρωπόν.

Με μαράζωσε η στερηά, βρε παιδιά. Δε βαστώ, θα σαλπάρω, Ναύλο είχε, ναύλο δεν είχε, δε λογάριαζε. — Εγώ θα του δώσω, κι' ό,τι βρέξη ας κατεβάση, έλεγε. Η «Αθηνά» άρχισε να παραπονεύεται Δεν τη σηκώνει το λιμάνι. Γερόντισσα μα παλληκάρι, σαν τον καπετάνιο της.

Σήκωσε τέλος τα μάτια του και κύτταξε την κόρη με φανερή απογοήτεψη. — Ξέρεις τι συλλογιέμαι; τη ρώτησε. — Τι; — Τα χρόνια πόχασα... Όλα όσα μου διάβασες τα διάβασα, θυμούμαι κ' εγώ σαν ήμουν παιδί. Μα ξέρεις πώς μου φαίνονταν; μου φαίνονταν... πώς να στο ειπώ;... να, βιβλία!... Από την άλλη μέρα άρχισε να συχνομπαίνη και στο γραφείο τ' Αρχαιολόγου.