United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού εμίλησε κάμποσο άρχισε να διακόπτεται, καθώς ένας ο οποίος έχει να πη κάτι ακόμη και δεν τολμά να το εκφράση· τέλος μου ωμολόγησε, με συστολήν και φόβον, ποίας μικράς οικειότητας του επέτρεπε και τι προσέγγιση του εσυγχώρει.

Έτρεξε, λέγουν, και τότες κάτι σαν παρατράγωδο, επειδή βγήκανε θεατρίνοι και περιγέλασαν τα ψεγάδια του ακολουθώντας παλαιικό συνήθειο της Ρώμης. Κι ακούγοντας τα το καταχάρηκε ο Χριστιανικός ο λαός. Ευλαβής όμως όντας, καθώς είδαμε, ο νέος Βασιλέας, άρχισε από τώρα να νοιάζεται για την ειρήνεψη της αναστατωμένης Χριστιανωσύνης.

Η θάλασσα επάνω άρχισε να σιγοτρέμη και να κυματίζη σκοτεινογάλαζη τόρα, κάπου με αφρούς πλατείς, κάπου με ήχους παράξενους. Ούτε βουτηχτής ούτε ο ανασασμός του εξεχώριζε πουθενά. Ένα ήταν το κύμα και μια η άρμη του. Σείσμα και τάραχον έβγαζε το μεγαθήριο, λέγεις κ' ήθελε να κρύψη επίβουλα το πικρό δράμα που άρχιζε στους κόρφους του.

Ευχαριστήσου, ω βασιλέα μου, εις ετούτην την ομολογίαν που κάνω, και μη με βιάζης να θεατρίσω τες δυστυχίες μου, επειδή απεφάσισα να ταις κρατήσω μυστικές. Μαλέχ, λέγει ο βασιλεύς, εσύ μου κινείς περισσότερον την περιέργειαν, και σε προστάζω να την ευχαριστήσης. Ο Μαλέχ δεν ετόλμησε πλέον να εναντιωθή εις ετούτα τα λόγια, και άρχισε την ιστορίαν της ζωής του με τον ακόλουθον τρόπον.

Δεν ξαναφάνηκε για πολλές μέρες και ο Έφις άρχισε ν’ ανησυχεί και για τον λόγο ότι τα λαχανικά και τα φρούτα στοιβάζονταν στη σκιά της καλύβας και δεν ερχόταν κανείς να τα πάρει.

Και άρχισε να λέγη· μετά τον θάνατον του πατρός μου κατά κληρονομίαν του διαδόχου, λαμβάνοντας τα σκήπτρα του βασιλείου και αναβαίνοντας εις τον πατρικόν θρόνον έκλεξα διά νύμφην και σύζυγόν μου μίαν μου εξαδέλφην, την οποίαν στεφανωθείς εκήρυξα νόμιμόν μου γυναίκα και βασίλισσαν, και εφυλάττετο μεταξύ μας άκρα αγάπη, ομόνοια και αμοιβαία ηδονή και ξεφάντωσις εις διάστημα σχεδόν πέντε χρόνων.

Έπειτα άρχισε να κλαίη και τα δάκρυά της έπεσαν στο πρόσωπό μου. Κείπε με φωνή περίλυπη: — Μα δε θέλουνε, πουλί μου, να σαγαπώ. — Ποιοι; Αντί να μου δώση απάντηση, με ρώτησε: — Εσύ θα μαγαπάς; — Ναι. — Παντοτεινά; — Παντοτεινά. — Θέλουνε και δε θέλουνε; — Θέλουνε και δε θέλουνε. Δεν ήτο δύσκολο να καταλάβω ότι η μάνα μου ήτο που δεν ήθελε να μαγαπά το Βαγγελιό.

Μερικές φορές κάποιος από αυτούς έπαιρνε το θάρρος και προσπαθούσε να τον βοηθήσει, να τον κατεβάσει από το τοιχάκι, χωρίς να τα καταφέρνει. Και άρχισε να αισθάνεται άσχημα από την παρουσία τους. Έστρεψε το πρόσωπο προς τα πέρα και κοίταξε από την άλλη μεριά την ομιχλώδη κοιλάδα.

Εδεήθηκα τον μέγαν Καισάγιαν να λάβη έλεος, διά εσένα· μα, με όλην την δύναμιν που έχει μη στοχάζεσαι πως ημπορεί να σε βοηθήση και να σε βγάλη από το βάθος της αβύσου που είσαι, αν από το μέρος σου δεν ήθελες κάμει δυναστείαν διά να βγης. Ο Δερβύσης, μιλώντας έτσι, εστοχάσθη την βασιλοπούλαν που άρχισε να κλαίη· τόσον φόβον της έκαμαν τα λόγια του.

Κ' εγύρισεν αλλού το πρόσωπο, δυσαρεστημένος τάχα και άρχισε να ψιθυρίζη κάτι στο αυτί του συντρόφου του με αγανάχτησι, σαν να του έλεγε: «δεν υποφέρεται βρε αδερφέ, δεν υποφέρεται!...» Ο Χούρχουλας επήρε το πράγμα στα σοβαρά, εκύταξεν ερευνητικά τις φυσιογνωμίες των άλλων, ηθέλησε να τους χαμογελάση και μην ευρίσκοντας θαρρευτή απάντησι αναψοκοκκίνησε σαν παπαρούνα.