United States or Vanuatu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε μας γνωρίζει κανένας εδώ γύρα! Η Ξενιτειά μας αδερφόνει όλους... Ο καρβανάρης άρχισε ν' αποράη με τη νοημοσύνη του μικρού κριτή και λέγει μέσα του! — Μπρε, το παλιόπαιδο! Αυτό είναι σοφό! — Θέλετε να σας κάνω την κρίση; — τους ρώτησε σοβαρά σοβαρά. — Θέλομε, — του απολογήθηκαν, — κι' ότι μας πης θ' ακολουθήσωμε. Έτσι κάναμε και στον πατέρα σου.

Όπου ο θετικισμός ήρθε, άρχισε να νοιώθεται και η άλλη όψη της γυναίκας• της γυναίκας που είναι―για τόνομα του Θεού!―άνθρωπος και σε τίποτε κατώτερη κι αλοιώτικη από τον άντρα, παρά σε κάποιες φυσιολογικές λειτουργίες και σε κάποια ανατομικά γνωρίσματα, που όσο κι αν είναι σπουδαία και σημαντικά, δεν είναι αρκετά να δικαιώσουν το τέτοιο ίσα με την ώρα μεταχείρισμά της, με όλη την πρόοδο του πολιτισμού και μ' όλη τη λίγο λίγο και μέρα με τη μέρα αναγνώριση του δίκιου της.

Άρχισε να τρέχη μέσα στην κάμαρη που τη φώτιζαν αλλόκοτα, τραγικά παλεύοντας, δυο αποφεγγιές: του φεγγαριού το κρύο τασήμι που μοιάζει με το φως των ματιών του Χάρου κ' η κιτρινάδα της λάμπας: ίδια αρρωστημένη φλόγα της ανθρώπινης ζωής.

Έπειτα τάφησε όλα κι άρχισε πάλι να τρέχη ολόγυρα σα χαμένη απ’ τον εαυτό της. . . Με μιας της ήρθε να χτυπήση με τις γροθιές στο μεσότοιχο της γειτόνισσας.

— Ω! αχ! ο φονιάς!. . . ο Θεός κ' η γης να τον εύρη! κατηράσθη ιδούσα το αίμα η μάνα της. Και άρχισε να ψαύη την κόρην, και να ζητή να σταματήση το αίμα, και να επιδέση την πληγήν. Αφήρεσε την φανέλαν, εξέσυρε την χειρίδα του υποκαμίσου, κ' εφάνη ο δεξιός βραχίων της Αμέρσας, ισχνός και ύπωχρος αλλά καλοδεμένος και νευρώδης. Το τραύμα ήτο μάλλον επιπόλαιον, αλλ' ουχ ήττον το αίμα έρρεεν.

Σαν είπε το «Δι' αυκών» ο παπάς, πάλι άρχισε να ψαίλνη αγιασμό, μέσα 'σε μια λεκάνη μεγάλη, σαν κολυμβήθρα, φυσικά φτιασμένη στο βράχο, θεόχτιστη, ως φαίνεται. Σαν άρχισε ο αγιασμός, η γυναίκες εψιθύριζαν η μια με την άλλη· — Η Περιστέρα... τώρα θα φανή! — Τώρα θα κατεβή η Περιστέρα! — Να, τώρα... τώρα θα βγη η Περιστέρα.

Ύστερον ο Δαλήκ άρχισε να του διηγηθή τα βάσανά του, και τους τόσους πόνους που απέρασε και την αιτίαν που ήλθεν εις αυτό το νησί, και τα όσα η βασίλισσα έκαμε διά να την αγαπήση.

Έχουμε λοιπόν πέντε Αυγούστους και Καισάρους αυτή την εποχή χωρίς τον Κωσταντίνο· Μαξιμιανό, Μαξέντιο, Γαλέριο, Σεβήρο, Μαξιμίνο. Γραμμένο τους και των πέντε να κάμουν τόπο του Κωσταντίνου. Άρχισε, είναι αλήθεια, το στάδιο του ο Κωσταντίνος με τις βαρβαρικές συνήθειες των καιρών και των τόπων εκείνων.

Ήταν έν' αργαστήρι, μεγάλο αργαστήρι απ' όλες τις τέχνες της ζωής. — Μπα!... έκαμε κείνος ανοίγοντας τόσα τα μάτια του. — Μάλιστα· κι αν δεν πιστεύης άκουσε. Πήρε ένα μικρό χερόγραφο κι άρχισε να διαβάζη αργά και δυνατά: — Στις άλλες πολιτείες όλοι όσο μπορούνε χρηματολογούν· ποιος κάνει το γεωργό, ποιος το ναύτη, ποιος τον έμπορο· άλλοι πάλε ζουν από την τέχνη τους ...

Ο Αμβλέτος, γεμάτος υποψίαν, εισερχόμενος εις το δωμάτιον άρχισε να μιμήται με τους βραχίονας τα πτεροκοπήματα του πετεινού, και όπως άκουσε κάτι να κινήται όπισθεν του παραπετάσματος, φωνάζει· ένας ποντικός, ένας ποντικός! σύρει το ξίφος, το σπρώχνει μέσα εις το παραπέτασμα, φονεύει τον σύμβουλον, κατόπιν τον κατακομματιάζει και τον ρίπτει εις τους χοίρους διά να τον φάγουν· επιστρέφει εις το δωμάτιον, και πρώτα ελέγχει πικρώς την Γερούθην διά την αισχράν διαγωγήν της και κατόπιν της ομολογεί ότι αυτός προσποιείται τον τρελλόν διά να προφυλαχθή από τον θείον του και διά να προετοιμάση την εκδίκησιν, και δεν ζητεί εις τούτο από την μητέρα του άλλην συνδρομήν παρά να μη τον προδώση.