United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εχορεύσαμεν τότε διάφορα μενουέτα· επροσκάλεσα την μίαν μετά την άλλην τας δεσποινίδας και ίσα ίσα αι ολιγώτερον συμπαθείς έκαμαν μίαν ώραν να προσφέρουν το χέρι διά να τελειώση το πράγμα. Η Καρολίνα και ο χορευτής της άρχισαν ένα αγγλικόν χορόν, και δύνασαι να φαντασθής πόσον ευχαριστήθηκα ότε εις την σειράν άρχισε την στροφήν μαζί μας! Ω! χορεύουσαν πρέπει να την ιδή κανείς!

Έπειτα με χοντρά άρχισε ναν του τα ψέλνει λόγια «Βλάκα σκαρτάδο, σούστριψε! Λοιπόν τ' αφτιά του κάκου τάχεις ν' ακούς, γιατί έχασες κάθε ντροπής και γνώση.

Ύστερα απ' αυτά τα λόγια, την έπιασε ένα βογγητό, και τη βάσταξε κάμποση ώρα, κι' ύστερα από το βογγητό άρχισε πάλε τα ξωλαλήματα: — Σάμα ήκουσα να πέφτουν δυο-τρία ντουφέκια στην αράδα.. θάναι ο Βασίλ'ς μου! Ακούω ποδοβολητό αλόγου:. «Πώχει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια... »

Ήρθε ο δύστυχος στο μαγαζί του συλλογισμένος και πικραμμένος, απελπισμένος όμως όχι. — Αι, άλλα πέντε χρόνια δουλειά, είπε, και γίνεται. Κι άρχισε πάλι να δουλεύη και να ελπίζη.

Αι τρυφαί και ξεφαντώσεις εις ολίγον καιρόν με έκαμαν να λησμονήσω παντελώς τες κακουχίες που υπέφερα εις τα προηγούμενά μου ταξείδια· μάλιστα η ξεφαντωτική ζωή άρχισε να μου προξενή αηδίαν· ομοίως και η νεότης της ηλικίας και η υγιής κράσις μού εκίνησαν την όρεξι να ταξειδεύσω πάλιν διά να ιδώ νέους τόπους, πολιτείας, και άλλα ήθη· και κάμνοντας κάθε ετοιμασίαν ταξειδιού εις διάφορα είδη πραγματείας, και συμφωνήσας με άλλους πραγματευτάς, εμισεύσαμεν με ένα πλοίον, διά τα νησιά της εσωτερικής Ινδίας.

Του φάνηκε πως μια μυστηριώδης ύπαρξη έπεσε απάνω του, ψαχουλεύοντας τα σωθικά του μ’ ένα μαχαίρι, και πως όλο το αίμα ανάβλυσε από το κατακρεουργημένο σώμα του, πλημμυρίζοντας την ψάθα, βρέχοντάς του τα μαλλιά, το πρόσωπο, τα χέρια. Άρχισε να φωνάζει σα να τον σκότωναν στ’ αλήθεια, αλλά μέσα στη νύχτα μόνο ο ψίθυρος του νερού απαντούσε.

Η βεζυροπούλα βλέποντάς τον ηθικόν κίνδυνον που ευρίσκονταν, και φοβουμένη διά να μη χάση την τιμήν της, άρχισε να χάνη την όψιν της και να κλαίη.

Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν. — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.

Τότε το Τελώνιον θυμωθέν από τοιαύτα λόγια ετάραξε το αγγείον και επάσχισε με κάθε τρόπον να έβγη, αλλά το σημείον της σφραγίδος του Σολομώντος το εμπόδιζε· και άρχισε να προσποιήται και να κολακεύει με λόγια τον ψαράν, λέγοντάς του· φυλάξου να μη κάμης αυτά που είπες διότι εγώ δεν είχα γνώμην να σε θανατώσω.

Ο Καλίφης καθώς εβγήκεν απ' εκεί άρχισε να στοχάζεται και λέγη· μου φαίνεται και εμένα πώς αυτός ο Αμπτούλ να υπερβαίνη εις την μεγαλοπρέπειαν τους βασιλείς, μα εις την γενναιότητα όχι.