United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

Ο αέρας άρχισε να βογκά και να συνεπαίρνη τ' αγκάθια και τα ξερόφυλλα της ράχης, η φωτιά να παραδαίρνη, το μπούτι να ροδοκοκκινίζη στη θράκα και η κουβέντα ν' ανάβη.

Κι' ύστερα από λίγο, άρχισε το τραγούδι του Ξενιτεμένου, που βουλιέται να γυρίση στην πατρίδα του. «Τώρα είν' ο Μάης κι' η άνοιξη, τώρα 'ντό καλοκαίρι, «Τώρα κι' ο Ξένος βούλεται στον τόπο του να πάη... «Νύχτα σελώνει τ' άλογο, νύχτα το καλλιγόνει «Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφι’ ασημένια.. »

Εκύλησε στο δίσκο δυο τρεις γαζέτες, για μαγιά, και τον απίθωσε στο σκαμνί απάνω. Άρχισε μέσα νανακατώνη τις ξεβιδωμένες καρέκλες.

Η ελπίδα να φύγει αυτός γρήγορα για το Νούορο την έκανε καλή και υπομονετική. Έστρωσε το τραπέζι στην τραπεζαρία που ήταν δίπλα, εγκαταλειμμένη και υγρή σαν καντίνα, και άρχισε να τον σερβίρει ζητώντας συγνώμη που δεν μπορούσε να του προσφέρει τίποτα άλλο. «Σ’ αυτό το χωριό πρέπει να ικανοποιείται κανείς με ό, τι βρίσκει…..»

Την ερχομένην αυγήν η Μεδινά εξύπνησε την Χαλιμάν πλέον ενωρίτερα και άρχισε την συνέχειαν της ιστορίας κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Εγώ, δεν είτανε δα και πρώτη φορά που έμενα μοναχή μου. Μαγείρευα το φαεί, κ' έκλωθα, σαν καληώρα. Ότι βγήκε ο γέρος, κι αρχινάει το κακό. Μια πας στην άλλη αστραπές και βροντές. Έκανα το σταυρό μου και κάθουμουν έτσι κοντά στη φωτιά. Δεν πέρασε όση ώρα το λέγω, κι αρχινάει κ' η βροχή. Άρχισε δεν άρχισε η βροχή, και να σου χώνουνται μέσα στο καλύβι δυο Τουρκαλάδες!

ΑΜΛΕΤΟΣ Τέτοιοι γαμβροί σας πρέπουν. — Άρχισε, δολοφόνε · πανούκλα, παύσε να στραβόνης τα μούτρα, και άρχισε· έλα· κρώζει ο κόρακας κ' εκδίκησιν ζητάει.

Αφού και ετελείωσεν αυτά τα λόγια, άρχισε πάλιν να προσπαθήση να βγάλη το δακτυλίδι, ο όφις πάλιν με το φύσημά του τον εκατάρριψεν εις την γην, και εγώ τον εξαναζώωσα με τα βόλι ωσάν το πρώτον.

Έβγαλε το λαρύγγι του. — Μοσχαδώ, άνοιξε, σου λέω. Κακιωμένη είσαι πάλε. Άνοιξε. Η φωνή του είχε γίνει τρυφερώτερη, λιγωμένη: — Άνοιξε, Μοσχαδώ. Τίποτε. Το σκυλί μονάχα έτρωγε το ξύλο με τα δόντια του. Γαβ! Γαβ! Ο γέρος άρχισε τα κλάματα. Σε λίγο σωριάστηκε κάτω στο χώμα. Πηδήματα βαρειά ακούστηκαν από μακρυά στο καλντερίμι. Ο Μπαρμπα- Δημητρός ανασήκωσε το κεφάλι και ξανάπεσε πάλι.