United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας τούτο ο προύχοντας σκιάχτηκε και φώναξε μ' όλα τα δυνατά του: — Τρέξ' όξω, σκύλλα Κώσταινα, με τη βουτσέλλα, λιγοθύμησ' ο ξένος!... Η Κώσταινα πετάχτηκε ξυπόλυτη έξω, κρατώντας στα χέρια της τη βουτσέλλα γεμάτη νερό κι' άρχισε να την χύνη στο κεφάλι του ξένου.

Άρχισε τότε πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ήρθες, θεά, στον Έλυμπο, κιας έχεις τόση λύπη π' αξέχαστος σου καίει καημός τα σπλάχνα... ναι το ξέρω... 105 μα κι' έτσι θα σ' το πω γιατί σούστειλα λόγο νάρθεις.

Το Τελώνιον ακούοντας τούτο το όνομα άρχισε να τρέμη, και λέγει· ομνύω εις το όνομα του μεγάλου Προφήτου, ότι ήμουν μέσα εις τούτο το αγγείον, και τούτο είναι αληθέστατον διά τον όρκον μου.

Σε κάμποση ώρα άρχισε να πονή ο νώμος μου, αλλ' υπόφερα χωρίς παράπονο το βάρος. Έρριξα και σένα πουλί στο δρόμο, αλλ' απότυχα. Ο Βασίλης όμως με βεβαίωσε πως το βρήκαν άκρη μερικά σκάγια κιότι είδε φτερά πούφυγαν στον αέρα. Κέτσι η πρώτη μου βολή ήτο μισή επιτυχία. Ο Αμαλός είνε οροπέδιο σε μεγάλο ύψος.

Σαν είδανε την πιστικιά ζυγώσανε να τη ρωτήσουν πούθε βγαίνει ο δρόμος. Αστροπελέκι έπεσε μπροστά τους. Θαμπώσανε τα μάτια τους. Στο λαιμό της πιστικιάς είδανε τα μαργαριτάρια της βασίλισσας. Η κλέφτρα δεν ήθελε να μαρτυρήση. Έλεγε πως τα βρήκε μέσα σε μια ρεματιά, στη ρίζα ενός πλάτανου. Και σαν της πήρανε το θησαυρό άρχισε τα κλάματα και τα παρακαλετά.

Αργότερα ένας νέος παροξυσμός του πόνου τον έκανε να διπλωθεί στα δυο και να μελανιάσει και ενώ οι κυράδες του έστελναν να φωνάξουν το γιατρό εκείνος άρχισε να παραληρεί. Η κουζίνα γέμιζε με φαντάσματα και το τρομερό ον, που δεν έπαυε να τον χτυπά, του φώναξε στο αυτί: «Εξομολογήσου! Εξομολογήσου

Κι' άρχισε έτσι ο θεόμιος άντρας «Τι είταν εκείνα, Αντίλοχε; Κι' εγώ 'λεγα έχεις γνώση. 570 Μου ντρόπιασες τη λεβεντιά, μ' αδίκησες τα ζώα βάζοντας τα δικά σου ομπρός που παν πολύ πιο πίσω.

Η Νοέμι άρχισε να γελά, αλλά με ένα γέλιο ελαφρύ, τελείως διαφορετικό από το προηγούμενο μοχθηρό γέλιο. Φανέρωνε συμπόνια για τον Έφις, συμπόνια για τον ντον Πρέντου, αλλά και ικανοποίηση και γλυκύτητα. Ποτέ, ποτέ ο Έφις δεν την είχε ακούσει να γελά έτσι.

Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του. — Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη. Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα.

Θάρθω κ' εγώ μαζί σας όπου πάτε! είπα εγώ χτυπώντας το κοφτερό του χεριού επάνω στην παλάμη μου. — Σύρε να φέρης το παιδί, μου λέει ο άνδρας μου. — Πάμε μαζί, του λέω. Ο Λευθέρης άρχισε να ξύνεται. Ο αμαξάς χωρίς να του προτείνη κανείς τίποτε, άρχισε να φέρνη δυσκολίες. — Συφωνήσαμε για τρεις νοματαίους και το μωρό τέσσεροι και μου δώσατε, τι μου δώσατε; τον άκουσα να λέη στον ανδράδελφό μου.