Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Έτσι έγινε και μ’ εμένα, οι συγγενείς μου, αφού είδαν ότι δεν έχω το φως μου, μ’ έγδυσαν όπως ο άνεμος γδύνει ένα δέντρο το φθινόπωρο.» Ο κόσμος έφυγε γρήγορα και οι δυο άντρες έμειναν πάλι μόνοι μέσα στη θλίψη του έρημου τόπου.

Ταύτα δε τα πλοία άνω μεν του ποταμού δεν δύνανται να πλέωσιν εάν δεν πνέη άνεμος ορμητικός, τα έλκουσιν όμως εκ της όχθης και καταβαίνουσι το ρεύμα τοιουτοτρόπως· έχουσι θύραν κατεσκευασμένην εκ μυρίκης και εις αυτήν ερραμμένον πλέγμα εκ καλάμων, προσέτι δε τρυπημένην πέτραν έχουσαν βάρος τουλάχιστον δύο ταλάντων.

Έπειτα έπεφτεν ο άνεμος, τα πανιά εκυματούσαν σιγαλινά, τα σχοινιά ελάγκευαν κ' εχτυπιόνταν στο κατάστρωμα, ως που έμεναν τέλος ακίνητα, νεκρά. Και ο καπετάν Κρεμύδας φαρμακωμένος εσυχνοψιθύριζε, σφίγγοντας τα δόντια του. Όρσε, διάολε! μια φέρνει να μας πνίξη μια μαγκάρει... Ταρσανά θα κάνουμε! ...

Όταν εβγήκαν εις τα Λειβάδια, έξω του χωρίου, ο ήλιος έκλινε ταχύς, μέσω λευκών συννέφων, έλαμπαν τα χιόνια στα βουνά, εσφύριζεν ο άνεμος ανάμεσα στης κουμαριές και στα σχοινιά, όλα βαροφορτωμένα από χιόνια, δένδρα και θάμνους και χαμόκλαδα. Ηκούετο ελαφρός θρους χιόνος πιπτούσης εδώ κ' εκεί.

Έπιασαν άλλα τω σπιτιών τις απόγωνες γωνιές περίγυρα, που όταν ξεφυσούσε ανάλαφρος ο άνεμος, το ρίπιζε πάνω στους τοίχους τους το χιόνι και τόσπρωχνε, το σώριαζε στω σπιτιών κάτω τις απάνεμες γωνιές. Να βρίσκουν άφτονα και πρόχειρα κι αφτά πολεμοφόδια· να κρύβωνται κι αφτά πίσω από ταγκωνάρια· να φυλάγωνται κιόλα τα φοβερά τα βόλια του εχτρού.

Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.

Τούτα ενώ εκείνος έζυαζετα βάθη της ψυχής του, 365 μέγα κύμα του σήκωσεν ο σείστης Ποσειδώνας, φρικτόν, υψηλοθόλωτο, κ' επάνω του έπεσ' όλο. και ως όταν σφοδρός άνεμος τινάζει και σκορπάει ξερών αχύρων θεμονιά, παρόμοια τιναχθήκαν αυτής τα ξύλα τα μακρυά• και τότ' ο Οδυσσέας 370 έν' απ' εκείν' ανέβηκεν, ως άλογο αναβάτης, κ' εγδύνονταν τα ενδύματα, 'που του 'χε δώσ' η νύμφη. και το μαγνάδι άπλωσ' ευθύςτο στήθος του αποκάτω, και προύμυτατην θάλασσαν έπεσε, και τα χέρια ετέντωσετο πλέξιμο• τον είδε ο κοσμοσείστης, 375 την κεφαλή του εκίνησε, και μόνος του είπε• «Τώρα, 'που τόσα υπέφερες κακά, πλανήσουτα πελάγη, 'ς την χώρα των διόθρεπτων ανθρώπων ως να φθάσης• και όμως, θαρρώ, δεν θα κλαυθής πως έπαθες ολίγα».

Πείσμα, νομίζεις, έβαλαν να τα θάψουν και αδερφωμένα το πολεμούν, τα δέρνουν αλύπητα. Καντάρια πέφτει ο άνεμος από ψηλά, μεστώνει τα πανιά, σχοινιά λιγύζει, τα κατάρτια σκουντά, τρώγει τους μακαράδες και τα σίδερα στο πεταχτό διάβα του. Φύλλο περνά, φύλλο πλακώνει, άλλο φύλλο αρματώνεται στο άπειρο διάστημα.

Τρέχει μέσ' το εκκλησάκι, περνάει το χορό, φθάνει στην τζαμαρία του ιερού, πιάνει το παράθυρο, το ανοίγει και πηδάει στο γκρεμό... Καλλίτερα αυτό το πήδημα παρά ο θάνατος στη φωτιά, μπροστά σ' εκείνη τη συνάθροισι. Αλλά, μάθετε, Άρχοντες, ότι ο Θεός τον ελυπήθη. Ο άνεμος πιάνεται στα ρούχα του, τον σηκώνει και τον αποθέτει σε μια πλατειά πέτρα στα πόδια του γκρεμού.

Μη φεύγης, πατέρα, δεν ακούεις ο άνεμος πώς φυσά! — Και ημπορώ να μη φύγω, παιδί μου; Αν δεν ψαρέψω, πώς να φέρω το βράδυ χρήματατο σπίτι! Και με όλην την κακοκαιρίαν έλυσε την βάρκαν του ο κυρ Σταμάτης ο πατέρας της μικράς Φωτεινής, και έφυγεν εις την ανοικτήν θάλασσαν.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν