Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Ταύτην κράξας επρογεύθη ευθύμως· ότε δε η Αμαρρυλλίς εκείνη, λαβούσα χάλκινον νόμισμα και ασπασθείσα την χείρα του καλογήρου απεμακρύνθη, ενούσα το εύθυμον άσμα της εις την φωνήν των κορυδαλών, ενώ ο άνεμος της πρωίας έπαιζε εις της εσθήτος της τας πτυχάς, ανυψών αυτάς μέχρι μέσης κνήμης, θεωρών αυτήν ο Φρουμέντιος τότε κατά πρώτον ησθάνθη ότι πλην της Ιωάννας υπήρχον και άλλαι εις τον κόσμον γυναίκες.

Οι μεν εντός της πόλεως ευρισκόμενοι ενόμιζον ότι εισέπλευσαν ήδη οι πολέμιοι εις τον Πειραιά, οι δε εν Πειραιεί ενόμιζον ότι ούτοι εκυρίευσαν ήδη την Σαλαμίνα και ότι από στιγμής εις στιγμήν ήθελαν παρουσιασθή εις τον λιμένα· τούτο δε ευκολώτατα θα εγίνετο, εάν οι εχθροί δεν εκυριεύοντο υπό φόβου και δεν ημπόδιζεν αυτούς ο άνεμος.

Αν δ' η αναπνοή των άφινε νέφος αχνού επί της κάννης ή ο άνεμος έφερε κάρφος τι επ' αυτού, όλοι έσπευδον, άλλος διά της άκρας της φουστανέλλας και άλλος διά της χειρίδος του υποκαμίσου, να το απαλείψουν, κολακευόμενοι.

Τινές μάλιστα εβάδιζον προς την Τρανστιβέρην, διότι εκυκλοφόρει η είδησις ότι επειδή ο άνεμος έπνεε προς το μέρος του ποταμού, το πυρ είχεν εντοπισθή. Ο Πέτρος συνοδευόμενος υπό του Βινικίου και του Χίλωνος, εξήλθε και αυτός του υπογείου.

Τώρα η καπότα μου έγεινε δυσκολόβρετη. Την είχε αποκάτω του το πεσμένο σαμάρι του μουλαριού. Τα χρειάστηκα τώρα. Έπλεγαν 'ςτό νερό τα ποδάρια μου, μ' έπνιγε βροχή αποπάνου, μώμπαινε από την τραχηλιά μέσα κατάσαρκα η σταλαματιά της, μου μούσκεσε τα σκουτιά, μου πόντιαζε το κορμί κ' έπεφτε κάτου, 'ςτά λαγαρά και 'ςτά σκέλια. Βόηθαε κι ο άνεμος.

Όταν τόνοιωσαν οι Μεθυμνιώτες, άλλοι έτρεχαν κατά τη θάλασσα κι άλλοι εμάζευαν τα σκυλιά· κ' εφώναζαν όλοι μαζί για ν' ακούσουν όλοι από τα κοντινά χτήματα και συναχτούν εκεί. Μα κανένα όφελος· επειδή, καθώς δυνάμονεν ο άνεμος, το καΐκι σέρνονταν από το ρεύμα μ' ακράτητη γληγοράδα.

Ότι δε και η θάλασσα είνε ικανή να μας προκαλέση και μας κινήση εις επιθυμίαν όταν φαίνεται γαληνιαία, το γνωρίζετε και χωρίς να το είπω• και εντελώς χερσαίος και άπειρος των ταξειδίων αν είνε τις, πάντως επιθυμεί να εισέλθη εις πλοίον, ν' ακτοπλοήση ή ν' ανοιχθή εις το πέλαγος, μάλιστα εάν βλέπη ότι ο άνεμος είνε ούριος και ελαφρώς κολπεί το ιστίον, το δε πλοίον μαλακά και ελαφρά ολισθαίνει επί των κυμάτων.

Ο άνεμος ελαττούμενος πρό τινος είχεν εντελώς κοπάσει. Η θάλασσα ήτο ακίνητος. — Να σταθούμε λίγο να φάμε, όσο να πάρη το μαϊστραλάκι; Ηρώτησεν ο κυρ- Δημάκης, Ο καπετάν-Παρμάκης επεδοκίμασε την πρότασιν, και διηύθυνε την λέμβον προς την νησίδα, του αλιέως κωπηλατούντος, ενώ αυτός καταβιβάσας εδίπλωνε τα ιστίον, άχρηστον πλέον, θα ήτο δειλινόν.

Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης! Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος.

Το αίμα έτρεχε θερμό απ' τα χέρια μας. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι. — Ο αέρας τρέμει.... του είπα. Νοιώθεις τον αέρα που τρέμει τώρα; — Ναι. Και τα δένδρα. Βλέπεις τα δένδρα; — Τα βλέπω. Και τα σύννεφα απάνω. — Και τα σύννεφα, Θεέ μου! — Βλέπεις τα μακρυνά βουνά; — Βλέπω. Ένας σεισμός τα ταράζει. Ο θρήνος γέμιζε το σκοτάδι, σαν βογγητό ανέμου μέσα στο πένθος του δάσους. — Ο άνεμος κλαίει; — Όχι.

Λέξη Της Ημέρας

συνέπειαι

Άλλοι Ψάχνουν