Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Οκτωβρίου 2025
Είς τινας στιγμάς, ηγείρετο άνεμος φέρων από τους Δυσώσεις Λάκκους την φοβεράν δυσωδίαν των αποσυντιθεμένων πτωμάτων, τα οποία ενεταφίαζον σχεδόν εις την επιφάνειαν της γης. Ο Πετρώνιος, ο Βινίκιος και ο αγροφύλαξ επλησίασαν εν σιγή προς τον λοφίσκον ανησυχούντες.
Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.
Απειράριθμα έντομα, ιδίως πεταλούδες και μέλισσαι έκειντο σωρηδόν νεκρά επάνω εις την έκτασιν της χιόνος· είχον τολμήσει τόσον υψηλά, ή ο άνεμος τα έφερε τόσον υψηλά, μέχρις ότου εξέπνευσαν εις το ψύχος.
Το άγνωστον καταπλήττει. Όσον ωραίον, όσον τερπνόν, όσον επαγωγόν και αν είνε το παρόν, το απτόν, γοητεύει πάντοτε το άγνωστον, το άοπτον και αόρατον. Κ' εκεί της εφαίνετο ότι έβλεπεν εις το βάθος πέραν του κυανού πόντου έν μαύρον βρίκιον με τα λευκά του ιστία ταχέως να διέρχηται ως αστραπή προ των οφθαλμών της, ως να το εκίνει ουχί άνεμος, αλλά η αμείλικτος του πεπρωμένου χειρ.
Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.
Οι δε Σικελοί, εκ της Ιταλίας όπου κατώκουν, φεύγοντες τους Οπικούς, μετέβησαν πιθανώτατα εις την Σικελίαν επί σχεδίων αναμείναντες προς τούτο την στιγμήν πού ο άνεμος πνέει προς τον πορθμόν, ίσως όμως και δι' άλλου τινός τρόπου εισπλεύσαντες. Υπάρχουν δε και σήμερον ακόμη εις την Ιταλίαν Σικελοί· και η χώρα εκλήθη Ιταλία από του βασιλέως των Σικελών, ο οποίος εκαλείτο Ιταλός.
Όθεν μίαν νύκτα που εκοιμώμεθα, ευρίσκοντας ευκαιρίαν, μας έρριψαν εις το πέλαγος και το βασιλόπουλο ευθύς επνίγη· εγώ έτυχα κατά τύχην εις ένα σανίδι και έπλεα όλην την νύκτα βοηθουμένη από το σανίδι· προς την αυγήν ο άνεμος με έβγαλεν εις ένα ξερονήσι, είκοσι μίλια μακρύτερα από την στερεάν· εκεί ευρίσκοντας οπωρικά και γλυκό νερό έλαβα ελπίδα διά να ζήσω ολίγον ακόμη καιρόν.
Η νύμφη της υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίζη εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπη τίποτε.
Ματαίως το ακονισμένον Εγύμνωσαν σπαθί τους· Δάφνας ματαίως εμάζωξαν· Πάσαν ελπίδα ο άνεμος Έξαφνα επήρε. Έρημη τώρα η θάλασσα Είνε· και ιδού μακρόθεν, Ως νέφη εις τον ορίζοντα Εσπερινόν, 'ξανοίγω Γην και νησία. Εγκρημνισμέναι πόλεις Φαίνονται αυτού, και λείψανα Πύργων, ναών, χωρίων· Άροτρα, βάρκαις και άρματα Ημελημένα.
Εις απάντησιν ο Πάπος ήρχισε να ροχαλίζη. Το φεγγάρι είχε «πιασθή χειμωνιάτικο», και όλοι έλεγαν «δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτην ημέραν ήτο ευδία, και την δευτέραν ως το δειλινόν. Προς το βράδυ ο καιρός εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθή προς βορράν και προς ανατολάς· την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν