Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Αρίθμητ' άλογα και μουλάρια μαζί τους, να κουβαλήσουν το βιος από τα Σφακιά. Σφίγγει ένα κρασί εδώ πέρα ο Σφακιανός μ' άγριο χαμόγελο. — Πέρασαν κι από δω· μα δεν μας πείραξαν τότες. Καιρό δεν είχανε για σφαγή και για ρήμαξη. Στο γύρισμά τους όμως, στην άξαφνη εκείνη την μπόρα. . . .

Κατάλαβα, του είπα, πρέπει να πάω και γω στην Κρήτη και να τα δω. Κρίμας τη λαχτάρα που σ' απάντεχα τόσον καιρό να τακούσω. — Να σου πω τι θα κάμω, αποκρίνεται ο φίλος με χαμόγελο παρηγορητικό, θα σου περιγράψω άκρες μέσες ό,τι μου πέση εύκολο, αφού και τεχνίτης δε λέγω πως είμαι. Να μη γεμίσω και το νου σου ψεύτικες ζουγραφιές.

Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.

Με ξίππασες, καημένε, του κάνει η Ασήμω, συμμαζεύοντας τα τσακισμένα της φορέματα και μαλλιά. — Τι τήραες εκεί απάνω; της λέει ο Πανάγος, και στο πρόσωπό του συνανταμώνουνταν το χαμόγελο της αγάπης με το κοκκίνισμα της ντροπής. — Το σταφύλι, απολογιέται η μαζώχτρα, και χαμηλώνει τα μάτια. — Το σταφύλι λαχτάρησες; της ξαναλέει ζυγώνοντας, καθώς πηδούσε ο σκύλος στα γόνατά του λαχανιασμένος.

Η Παναγία την κύτταξε μ' ένα γλυκό χαμόγελο απ' το ψηλό εικονοστάσι, σαν να συμπονούσε τη συφορά της. Μέρα με τη μέρα η Δροσούλα περίμενε τον θάνατο και κάθε βράδυ, κλείνοντας τα μάτια της, είχε την ελπίδα πως δεν θα τα ξανανοίξη πια. Και κάθε πρωί που ο ήλιος την ξυπνούσε, βαρυγκομούσε μέσα της κ' έλεγε: «Αλλοίμονο!

Ξέρεις τ' ήταν μια φορά οι Θεομίσητοι στους Ευμορφόπουλους; Κοπέλια τους· ναι! και κάτι χειρότερ' από κοπέλια τους. — Μα μην κυττάς τ' ήταν μια φορά, του απαντούσε με χαμόγελο εκείνη· κύττα τώρα που είνε αφεντάδες. — Αφεντάδες! αφεντάδες; φώναζε ερεθισμένος εκείνος· τέτοιους αφεντάδες εγώ τους γράφω στην πατούσα μου. Ψε! αφεντάδες!

Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια. Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού.

Ώρες κοιτάζανε στον καθρέφτη να σπουδάζουν τα κινήματα και τα στασίματα που τους ταίριαζαν· πώς λόγου χάρη ν' απογέρνη ο λαιμός πιο χαριτωμένα, πώς να σειέται τα κεφάλι με τρόπο που ναστράφτουν οι πλεξούδες, πώς νανοιγοκλούν τα ματόκλαδα ξεπεταχτά και παιχνιδιάρικα, πώς να σπιθοβολούν τα μάτια, και πάλε πώς να φαίνουνται ονειριασμένες σαν από λαχτάρα, πώς να γίνεται μαγικό και τραβηχτικό το χαμόγελό τους, και τέλος πώς να σειούνται και να λυγίζουνε με νάζι τα στήθια, η μέση, τα λαγόνια, οι γόφοι, όλο τους το κορμί.

Άιντε άιντε, ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μκρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι όλο 'ςτον κάμπο αυτοίν' κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατα τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο; Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.

Την περασμένη δόξα της, τα χρόνια τα παληά της Θυμάμενη αναστέναζε κ' έτρωγε την καρδιά της, Έλαμπεν όμως κάποτετα ροδαλά της χείλη Κάνα γλυκό χαμόγελο, κι' άστραφτε καμμιά ελπίδα Χρυσήτα μαύρα μάτια της, κ' έλεγε με το νου της: — Κάποιο ποτέ θα να βρεθήτο δρόμο ν' απαντήσω Ώμορφο βασιλόπουλο ταίρι του να με κάμη. Κ' ανέβαινε κ' εδιάβαινεν ερμιαίς και παρακλάδια.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν