Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Αλλ' εδώ, αγαπητέ Μένων, τα πράγματα συμβαίνουν εντελώς το εναντίον σαν κάπποια ξηρασία σοφίας έχει γίνει και υπάρχει κίνδυνος να φύγη η σοφία από τους τόπους αυτούς ναλθή κοντά σας.

Δε ζω, ζη εκείνη. Μια στιγμή να φύγη, να μην την έχω μέσα μου σαν που την έχω, μια στιγμή να την ξεχάσω, είναι σα να ξεχνιούμουν ο ίδιος.

Δέκα ευζώνοι κι ο δεκανέας έντεκα. Η πανούκλα νάτανε δε θα τρόμαζε τόσο το χωριό. Φευγιό και πάλι φευγιό. Φτωχοί άνθρωποι. Μια φωνή ακούστηκε: — Τ' απόσπασμα! Κι έσβυσαν οι φούρνοι, βουβάθηκαν τα παιδιά, ανεμοζάλη φύσηξε. Το μισό χωριό πήρε το λόγκο κι όπου φύγη φύγη.

Αρρόδο, καπετάν Βγενιέ! αρρόδο όσο μπορείς! . . Επετάχθη τότε όλη βλέπουσα προς το παράθυρον όθεν εφαίνετο το πέλαγος. Εσκέφθη να φύγη αμέσως αλλά πώς ναφήση την παράκλησιν, αμαρτία της εφαίνετο, εν ώ ο παπα-Λάμπρος επροχώρει προς το τέλος ψάλλων τώρα τα Μεγαλυνάρια και θυμιάζων γύρω τον ναόν και τας γυναίκας. — Γρήγορα, παπά μου, κάμε γρήγορα, θα σώσω!

Αλλ' ο Μανώλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ' αρχάς να τον δέση εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίση έπειτα το ζώον διά να φύγη σύρον όπισθέν του τον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεώς του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούση κατά την μικράν του ηλικίαν.

Όστις δε καταδικασθή ας τιμωρηθή διά θανάτου και ας μη ταφή εις την χώραν του παθόντος, διότι εκτός της ασεβείας του ήτο και αναιδής. Εάν δε φύγη και δεν θελήση να υποστή την κρίσιν, ας μείνη διαρκώς εις εξορίαν.

Με το να χτύπησε όμως πριν την ώρα του ο Αμάττας, γύρισε ταποτέλεσμα όλως διόλου ανάποδα, κι όχι πια τσακίστηκε, παρά ξολοθρεύτηκε ο Βανταλικός στρατός. Σα φάνηκε από τα πίσω κι ο Γελίμερος και βρήκε το στρατό του χαμένο και τον αδερφό του πεσμένο, άλλο δεν τούμνησκε παρά να φύγη στην έρημο.

Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’ το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα. Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . . Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω. Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . . Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι.

Ο Βινίκιος ανέγνωσε την επιστολήν και έμεινεν άφωνος επί τινας στιγμάς. Και μετ' ολίγον: — Ήξευρες ότι ήθελε να φύγη; ανέκραξεν ο Βινίκιος. — Ήξευρα, ότι δεν θα συγκατένευε να μεταβή εις την οικίαν σου διά να γίνη παλλακίς σου. — Και συ, τι υπήρξες εις όλην την ζωήν σου; — Εγώ ήμην δούλη.

Κι' αμέσως από στόματος εις στόμα εσαλπίσθη του πασιγνώστου ποιητού η μέλλουσα φυγή, κι' εις πένθος και κατήφειαν η κώμη εβυθίσθη, ωσάν να την εμάστιζε του Φαραώ πληγή. Καλέ θα φύγη, έλεγαν, ο ποιητής αλήθεια; θα φύγη ο Μπερτόδουλος και ο Ανεμοκτύπης, οπού μας διεσκέδαζε με τόσα παραμύθια; και μόνο που δεν έκλαιαν εκ της πολλής των λύπης.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν