Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Ότε δε ο Λεωνίδας ηναγκάσθη να φύγη εκ του ναού μακράν της Σπάρτης, η θυγάτηρ του Χειλωνίς προθύμως συνώδευσεν αυτόν εις την εξορίαν του, προτιμήσασα να συμμερισθή την δυστυχίαν του εξορίστου πατρός της, παρά την δόξαν του βασιλέως συζύγου της. Μετά τινα καιρόν οι φίλοι του εξορίστου Λεωνίδου κατόρθωσαν ν' ανακηρύξωσιν αυτόν πάλιν βασιλέα της Σπάρτης.

Ο Σταύρος είν' έτοιμος να φύγη• νικά κάθε αδυναμία στοργής για την αδερφή και τη γιαγιά του και πάει στο μεγάλο δρόμο της εργασίας και της επανάστασης. Αιστάνεται κανείς πώς κάτω στο δρόμο του θα τον ακολουθήσουν μυριάδες ανθρώπων. Ο συγγραφέας δε μας αφίνει τίποτα να εννοηθή για το μέλλον. Χύνει το φως του στο παρόν• ξεσκεπάζει την αλήθεια. Κατεδαφίζουμε. Αυτό είναι ακόμα το έργο μας.

Και τη Χλόη θα την ξαναϊδώ το καλοκαίρι, αφού καθώς φαίνεται δεν ήτανε γραφτό να την ιδώ το χειμώνα. Αφού εστοχάστηκε κάτι τέτοια κ' εμάζεψε το κυνήγι, ξεκίνησε να φύγη. Μα σαν να τον ψυχοπόνεσεν ο Έρωτας γίνονται τούτα: 7. Εβάνανε να φάνε ο Δρύαντας κ' οι δικοί του· εμοιράζονταν τα κρέατα· έβαναν ψωμί στο τραπέζι έπιαναν κρασί.

Και οι δυο το ίδιο πράγμα σκεφτόντουσαν, τη φυγή της Λία, τον ερχομό του Τζατσίντο και έκπληκτες άκουσαν την Γκριζέντα να ψιθυρίζει: «Μα αφού εκείνοι που μένουν στις μεγάλες πόλεις θέλουν να έρθουν εδώ!» Ο κόσμος άρχισε να βγαίνει στην αυλή.

Δεν βουβαινόμουνα που είπα να αναιβούνετη καρυά! Κ' εκράτει σφιγκτά τους κροτάφους της· της εφαίνετο ότι ήθελε να 'φύγη ο νους της. Ενίοτε δε διέκοπτε τας θρηνώδεις αναφωνήσεις της λέγουσα: — Δεν τούπα να μη πάρ' βακούφκα! Να κακό πάλι που μας ηύρε!

Αλλ' έπρεπε να φύγη διά να προφυλάξη τον εαυτόν του όπως φεύγει τις των διεφθαρμένων κοινωνιών, ζητών την αγνότητα επί υψηλών κ' ερημικών βράχων. . . Κ' ενώ ταύτα εσκέπτετο συνέψαλλε μετά της Μάρως, ασυνειδήτως το παλαιόν παιδικόν των τραγούδι: — Κάθικαθικλούλα, κάθετ' η Μαρούλα και κεντάει μαντήλι με χρυσό κοντύλι!

Τότε ο Βελής βλέποντας ότι ήτον αδύνατον να φύγη τον θάνατον· ή με τον ένα τρόπον, ή με τον άλλον, έφαγεν ολίγον από εκείνα τα φαγητά, και εν τω άμα απέθανε. Βλέπεις, λέγει τότε η Κεριστάνη του βασιλέως, την προδοσίαν του Πασιά σου; λογιάζω πως είσαι βεβαιωμένος ότι τα τελώνια δεν κάνουν πράγμα χωρίς αφορμήν.

Ανεσηκώθη και ησθάνετο μέγαν σπαραγμόν, αλλά συγχρόνως και καλλιτέραν σωματικήν άνεσιν. Ο σύντομος εκείνος ύπνος είχεν εξαλείψει παρ' αυτή το νευροπαθές και το ανήσυχον. Εψηλάφησεν, εύρε τα σπίρτα, ήναψε το κηρίον, επήρε το ραβδί της, το καλάθι της, έβαλε μέσα εις αυτό και τας εμβάδας της, και ανυπόδυτη, με της κάλτσες, εκίνησε να φύγη.

Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.

Όσο για τη Λία, εκείνη καθόταν μαζεμένη σαν το λαγό σε μια χλοερή γωνιά της αυλής∙ ίσως από τότε σχεδίαζε τη φυγή της. Το πανηγύρι διαρκούσε εννιά μέρες και οι τρεις τελευταίες ήταν όλο κυκλικούς χορούς με μουσικές και τραγούδια.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν