Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Τέλος μου δίνει μια και με ξαπλώνει τ' ανάσκελα στο κουτρούλι. Κ' έκαμα ώρα για να σηκωθώ από κει!... Τι μου λες τώρα του λόγου σου; — Ε! δε λέω πως είμαστε στα νιάτα μας· είπε η γριά χασκογελώντας για το πάθημα του γέρου. Μα όχι πως μας πλάκωσε κι ο Χάρος. — Μωρέ σαν έρθη, καλώς νάρθη· θαρρείς πως τον φοβάμαι; Τι θ' απογίνη το κορίτσι συλλογέμαι. Βλέπεις, ο Χαγάνος ούτε ρωτάει πια για δαύτη.
Αφτοί και πριν θωρώντας τον τρεμούλιαζαν, μα τώρα που για το βλάμη κι' η ψυχή του μάνιασε, φοβάμαι μήπως — γραμένο είτ' άγραφο — τη χώρα τούς πατήσει.» 30 Είπε, και σήκωσε φριχτή πολέμου ανεμοζάλη. Κι' εφτύς όλοι οι θεοί κινούν στον πόλεμο να πάνε μ' αντίθετους στο νου σκοπούς.
Σε κάνα — δυο χρόνια θα ρίξη τον ίσκιο του ίσα στο περβόλι σου. Να πάρης, λέω, τα μέτρα σου από τώρα μη σου ξεράνη τα κλήματα... — Α! τάχω φυλαμένα και δε φοβάμαι, τ' απάντησε μ' αδιαφορία εκείνος. — Κι αν τα ξεράνη, τάχα δεν τα ξεκολλώνομε; είπε ο Μπαλαούρας. Κ' εμείς δουλειά θέλουμε. — Δε θα σε βάλω σε κόπο· είπε σε κείνον ο Θεομίσητος.
Να πάη όξω στους κάμπους και να το βρη. Ω! είναι θεριό άγριο μα υπάρχουνε χίλιοι τρόποι να το ημερέψη κανείς, αρκεί μονάχα να το συμπονέση, να γείρη παρηγορητής στα πάθη και στα βάσανά του, να σταλάξη ελπίδες στη μαύρη απελπισία του. ΑΝΝΟΥΛΑ Ω! εγώ το φοβάμαι, το φοβάμαι αυτό το θεριό. ΣΤΑΥΡΟΣ Έννοια σου, τώρα που θα μείνω για πάντα εδώ πέρα, μη φοβάσαι.
Μα μέσα σα χωθεί ο λαός και μπούνε ν' ανασάνουν, τα στέρια φύλλα κλείστε τα ξανά, γιατί φοβάμαι 535 μήπως — δεν τόχει τίποτα — πηδήσει μέσα ο σκύλος.» Είπε, κι' ανοίγουν οι φρουροί κι' αμπώχνουν τους μαντάλους.
— Βρε μπούφο· του είπε τέλος σφουγγόντας τα μάτια του· τετρακόσια χρόνια σκλαβιά και δε μας έκαμε τίποτα και θα μας κάμουν τώρα οι αρκουδιάριδες. Κύττα τη δουλειά σου και μη φοβάσαι. — Τι να μη φοβάμαι, χριστιανέ; είπε ο Δημητράκης με θυμό· πάτησε σου λέω τον τόπο και τον καλλιεργεί· φυτεύει, σπέρνει....
Α' ΑΝΗΡ Συ;! κάνε τη δουλειά σου• γιατί φοβάμαι μην ειπής πως είνε και δικά σου, όταν στη στρατηγίνα μας αυτά θα καταθέσω. Να μια ιδέα πουν' ορθή. Τι κάθημαι κι' αργώ; Εμπρός λοιπόν για το φαΐ να τηλωθώ κ' εγώ! Αυλητής ευρίσκεται εξηπλωμένος παρά το δεξιόν παρασκήνιον. Μούσαι! ελάτε! βάλτε μου στο στόμα ένα γλυκό τραγούδ' Ιωνικό.
— Ποιος είνε; απήντησεν η Γερακούλα. — Να, εγώ είμαι, θα πάτε ς' Κεχρεά; — Λέμε να πάμε· τι να κάμουμε! — 'Σαν είνε, ναρθώ κ' εγώ μαζί σας. — Καλώς ναρθής. — Ξέρεις, φοβάμαι μοναχή μ'. Τώρα δεν έρχουνται οι αγρουφύλακες κ' εγώ φοβάμαι μοναχή μ'! — Μη φοβάσαι. Δεν είναι τίποτα. Ημείς πήγαμε 'ς τη Γλώσσα. Δεν είνε τίποτα. — Ξέρω κ' εγώ. Ρέματα είνε, αλάργα είνε, φόβος είνε. — Χριστός και Παναγία!
— Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.
Μη, Νίκο. Φοβάμαι. Νάξερες πως φοβάμαι. Θέλω να γυρίσω πίσω στο ξενοδοχείο. Άφισέ με να γυρίσω. ΝΙΚΟΣ — Είσαι ανόητη, Δώρα. Τι λόγια είναι αυτά που λες; Έλα μαζή μου. ΔΩΡΑ — Όχι Νίκο, να χαρής, μη με βιάζης. Αύριο πάλι. Αύριο θα ξανάρθω σου το ορκίζομαι. Άφισέ με να γυρίσω τώρα. ΝΙΚΟΣ — Ωραία! Αύριο. Ακόμα δε κάναμε δυο βήματα, δεν είπαμε τίποτα και θέλεις να γυρίσης. Κι' αύριο πάλι τα ίδια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν