Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Κει κάτω, στην καλύβα, ο Τριστάνος και η Βασίλισσα κοιμώντανε σφιχτά αγκαλιασμένοι. Ξαφνικά, ο Γκορνεβάλης άκουσε το θόρυβο κοπαδιού σκυλιών: με μεγάλη ορμή τα λαγωνικά κυνηγούσαν ένα ελάφι, που είχε ριχτεί στη χαράδρα. Μακρυά, στην πεδιάδα, φάνηκε ένας κυνηγός. Ο Γκορνεβάλης τον εγνώρισε: ήτανε ο Γκενελόν, ο άνθρωπος που περισσότερο απ' όλους μισούσε ο Τριστάνος.

Εκεί απάνω απ' την άλλη κάμαρα του μύλου κάτι βρόντηξε, και σε λίγο έτριξε δυνατά η πόρτα του κήπου, και φάνηκε η Λουλούδω ροβολώντας κάτου στο πλατανόρρεμμα. — Η Λουλούδω! η Λουλούδω, κάνει κάποιος. Το μπεόπουλο αλαφιάστηκε. Γύρεψε να τρέξη κ' αδρασκέλησε το κατώφλι. Δυο σιδερένια χέρια τότες το κράτησαν στον τόπο του. Οι τούρκοι μισομεθυσμένοι πετάχτηκαν όξω και χύθηκαν απάνω στο Λιάκο.

Γλάστρες μαρμάρινες με τα μισοζώντανα μέσα βλαστάρια, στημένες εκεί που άλλοτες φουντώνανε δέντρα θεόρατα κι ουρανόγγιχτα. Τέτοια είταν η ατμόσφαιρα του Ελληνισμού, τέτοια η κράση του, τότες που φάνηκε στη χώρα ένας, που αν όχι Ρωμαίος, είχε όμως γενναιοφροσύνη Ρωμαίου. Έλληνας είτανε, μα δεν μπορούσε πια νάχη κ' ενός Περικλή μεγαλοδύναμο νου, καθώς είχε την καλλιτεχνική του δοξομανία.

Το κατάλαβε η σλαβική προπαγάντα και σαν καλό της φάνηκε να κατεβαίνουν Σλάβοι στα νότια και να ζυγώνουν στην Άσπρη Θάλασσα, στη Θράκη και στη Μακεδονία, σε τόπους δηλαδή ελληνικούς, και ναγοράζουνε χτήματα. Αυτός είναι μεγάλος κίντυνος για το έθνος μας, για όσους έχουνε μάτια και βλέπουν. Γυρεύουν οι Σλάβοι σιγά σιγά να μας πάρουν το χ ώ μ α .

Πού και πού άσπριζε μια χαραμάδα, πολύ μακριά, — συννεφούδι, κυματάκι, ποιος ξέρει; Δεν ξεχώριζες θάλασσα κι ουρανό· σα ροδάκινο μεγάλο, στο χνούδι του τυλιμένο, έμοιαζε πως κρέμουνταν η Αμοργό στάπειρο μέσα. Θα του κάμουμε ένα άγαλμα λαμπρό Εκεινού που θα βγη να μας πρωτοπή την ομορφιά της Ελλάδας, γιατί μου φάνηκε πως έχουν τέτοιο παράπονο τα νησιά.

Μάλιστα να σας πω την αλήθεια, δε βλέπω, δεν ξέρω πώς είναι δυνατό να παραξηγηθή· εμείς συνηθίζουμε πάντοτες τα κύρια ονόματα με το άρθρο. Για να είναι η ζούλια Giulia, έπρεπε νάχη πρώτα κ' ένα η . Έτσι βάζουμε ήσυχα Ζούλια, πολύ πιο ήσυχα μάλιστα παρά αν έπρεπε να βάλουμε Constance, γαλλικά, που γίνεται παρανόημα πολύ πιο έφκολα.» «Άξαφνα, στον ύπνο μου μέσα, μου φάνηκε πως το ρολόγι μου σπάνει.

Τ' αντρόγυνο γελαστό, ευχαριστημένο πάντα, κάθησε τότε σ' ένα τραπεζάκι, ο άντρας σφούγγισε τον ίδρωτα από το μέτωπο του, και χτύπησε με το χέρι του: — Βάλε μας μισή οκά, παιδί!.... Παραζεματάει σήμερα ήλιος!... Άξαφνα στο πλάι μου, πίσω από την παράγκα, μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν αναφυλητό. Έσκυψα λίγο.

Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Με το να χτύπησε όμως πριν την ώρα του ο Αμάττας, γύρισε ταποτέλεσμα όλως διόλου ανάποδα, κι όχι πια τσακίστηκε, παρά ξολοθρεύτηκε ο Βανταλικός στρατός. Σα φάνηκε από τα πίσω κι ο Γελίμερος και βρήκε το στρατό του χαμένο και τον αδερφό του πεσμένο, άλλο δεν τούμνησκε παρά να φύγη στην έρημο.

Κάθε τόσο σου έβγαζαν και κανένα φωστήρα στη μέση· ο τάδες έκαμνε αμίμητους στίχους· ο άλλος, άμα που φάνηκε, τάβαλε πια όλα σε τάξη, τάσιαξε όλα· αμέσως βρήκε τι γλώσσα και τι μέτρο θέλει η τραγωδία, τι μέτρο και τι γλώσσα η κωμωδία. Ο τρίτος δίδασκε με τι τρόπο πρέπει να γράφεται η ιστορία, με τι τρόπο η μυθιστορία.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν