Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Τον κοίταξε τρομαγμένη, έπειτα κοίταξε την αδελφή της και έτρεξε κοντά της. «Ρουθ, Ρουθ;», την φώναξε χαμηλόφωνα, σκυμμένη επάνω της και σφίγγοντάς της τα μπράτσα. Το κεφάλι της ντόνας Ρούθ έγειρε πρώτα από τη μια μεριά, ύστερα από την άλλη, έπειτα όλο το σώμα της φάνηκε να προβάλλει προς τα εμπρός και να σκύβει για ν’ ακούσει τη φωνή της γης, που την καλούσε κοντά της.
Όχι μόνον είχαμε περάσει καλά, αλλά και κάτι λεφτά μου περίσσεψαν από της υπηρεσίες που έκανα στους Αγγλογάλλους. Όταν εγυρίσαμε στην Αθήνα, μέσα, είχα σωστά εκατόν δέκα φράγκα ασημένια. Μου φάνηκε, τα ένδεκα σβάντζικα, που είχα δώσει τρεις μήνες μπροστά στον καρροτσέρη, πως τα είχα σπείρει στη γης κ' εκαρποφόρησαν το δεκαπλάσιο».
Είχαν απομείνει μόνο τα μικρά κίτρινα μήλα του Σαν Τζοβάνι. Του φάνηκε πως ονειρεύεται. Κάθισε και ρώτησε: «Πού είναι οι άλλες; Τι έγινε;» «Η Έστερ είναι στην εκκλησία, η Νοέμι είναι επάνω», είπε η ντόνα Ρουθ, σκυμμένη επάνω από τον καφέ.
Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιο!» Ξαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.
Σαν είχα φάγει τα κυδώνια, μου φάνηκε πως μου εκόπη κάπως η δίψα. Ύστερα πάλι εδίψασα χειρότερα. Σηκώθηκα, κ' εβγήκα έξω. Έκαμα ολίγα βήματα στο σοκάκι. Η γειτονιά έρημη. Ο κόσμος είχε φύγει. Αυλόπορτες κλεισμένες. Παράθυρα κλειδομανταλωμένα. Ψυχή δεν εφαίνετο πουθενά. Επήγα παραπέρ' ακόμα. Ήξευρα πως ήτον μια βρύσι κάπου εκεί. Έφτασα, με μεγάλη αδυναμία, με κομμένα γόνατα.
Ο Μόρχολτ!» Αλλά καθώς μεγάλωνε, πλησιάζοντας, η βάρκα, και καθώς ξαφνικά την εσήκωσε στην κορυφή του ένα κύμα, φάνηκε ένας ιππότης που στεκότανε όρθιος στην πλώρη. Δυο σπαθιά κρατούσε στα χέρια. Ήτανε ο Τριστάνος. Αμέσως είκοσι βάρκες πέταξαν να τον συναντήσουν, και τ' αγόρια έτρεχαν κατ' απάνω του κολυμπώντας.
— Ποιος; ερώτησε ο Αριστόδημος από τη θέση του. — Άνοιξε! — Τι θες; — Άνοιξε σ' λέω· επρόσταξε η φωνή λαχανιάζοντας. Η μάννα σου.. . η κυρά Πανώρια... — Πέθανε. — Πέθανε! Ο Αριστόδημος έμεινε ξυλιασμένος στο στρώμα του. Πέθανε! αλήθεια; Και γιατί; Άξαφνα πήδησε ορθός, έτρεξε μισόγυμνος στην πόρτα. Ένα χωριατόπουλο φάνηκε στο κατώφλι, βγάζοντας αχνούς από το στόμα του.
Ο Αλαμάνος όμως με τη βαθιά του κρίση απόδειχνε στον πρόλογο και στα σχόλια του βιβλίου πως όλους τους ένωνε το ίδιο αίσθημα, ίδια αντίληψη της ζωής, κοινές ελπίδες και κοινές πρόληψες. Η διαφορά ήταν απ' όξω, μα από μέσα όχι. Απάνω στη χαρά τους φάνηκε ο Αριστόδημος στη σκάλα. Μα ήταν σε κακή κατάσταση· το καπέλλο του τσαλακωμένο, το φόρεμά του λασπωμένο κι ο λαιμοδέτης του λυτός.
Είναι νόμος γενικός· προφητεία δεν είναι. Άμα πούμε όμως που γρήγορα ή «βαθμηδόν» θαναστήσουμε την αρχαία, κάμνουμε προφητείες, γιατί ως τώρα καμμιά γλώσσα δε φάνηκε Λάζαρος. Ανάγκη μεγάλη δεν είναι, πολλά λόγια και πολλές σοφίες δε χρειάζουνται για ναποδείξη κανείς που το πράμα είναι αδύνατο. Ένα μόνο φτάνει να πούμε.
Έπειτα ένα βράδυ είχε δοκιμάσει, όταν ήταν γριά πλέον, το ίδιο συναίσθημα χαράς και τρόμου ταυτόχρονα, όπως την πρώτη φορά. Φάνηκε μπροστά της ένας νεαρός κύριος, ίδιος ο Βαρόνος. Ήταν ο Τζατσίντο. Και κάθε φορά που τον έβλεπε, ξαναγεννιόταν μέσα της εκείνη η αίσθηση σκοτοδίνης, η θολή ανάμνηση μιας προηγούμενης ζωής, αρχαίας και υπόγειας όπως εκείνη των Βαρόνων στο Κάστρο. Να τος που έρχεται.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν