Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Έτσι ο Αγαθούλης, ο Μαρτίνος κι' ο Περιγουρδίνος, συνομιλούσανε απάνου στη σκάλα βλέποντας να περνά ο κόσμος μετά το τέλος της παράστασης. — Αν και βιάζομαι πολύ να ξαναϊδώ τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη, είπε ο Αγαθούλης, θάθελα όμως να δειπνήσω με τη δεσποινίδα Κλαιρόν, γιατί μου φάνηκε θαυμαστή κοπέλλα.
— Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.
Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική. — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος. ...Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει. — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.
Κ' εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε Με μιας αυτιάζεται... κ' ένα σκυλί Μακρά του φάνηκε σαν κι' αλυχτούσε, Κούφια σαν κι' άκουσε ποδοβολή. Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμοκλάδια, Σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά Πλατώνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια... Μην επαγάνιζεν η Λιαπουριά;... Σκύφτει, ακουρμαίνεται... σιμόν' η αντάρα... Τούβραν το πάτημα 'ς το χιόνι οι εχθροί.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειά!» του ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.
Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.
Καθεμέρα, μαζί με τα μαντάτα του πολέμου, φτάνανε στο παλάτι τα μαντάτα των γυρευτάδων. — Το βασιλόπουλο νικάει. Στάχτη και μπούρμπερη σκορπίζοντ' οι οχτροί μας. Λέγανε οι μαντατοφόροι του πολέμου, χαρούμενοι και γελαστοί. — Χώρες και χωριά γυρίσαμε. Λιθάρι απάνω σε λιθάρι δεν αφήσαμε. Μα ο θησαυρός, αλλοίμονο, δε φάνηκε πουθενά. Λέγανε οι μαντατοφόροι των γυρευτάδων, χλωμοί και λυπημένοι.
Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς.
Ο κύριος όμως δεν φάνηκε να εκπλήσσεται. Ύστερα από λίγο όμως ρώτησε. «Πού βρίσκεται; Μπορώ να τον γνωρίσω;» «Βρίσκεται στο Καλαντζάνους, στην Γκαλούρα.» Πολύ μακριά.
Και όταν φάνηκε να τα έχει πει όλα, όλη την περασμένη δυστυχία, όλη τη λάμψη που υποσχόταν το μέλλον, τότε μίλησε κι εκείνη, αλλά σιγά, ανασηκώνοντας μόλις τα μάτια, σαν να μιλούσε μόνο με αυτά. «Μην το σκέφτεσαι τόσο Έφις, μην ανακατεύεσαι περισσότερο στις δικές μας υποθέσεις.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν