Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Εκεί είναι όλα τα είδη των ανθρώπων, ένα χάος, μια σαλάτα, όπου καθένας ζητεί την ηδονή κι' όπου σχεδόν κανείς δεν τη βρίσκει, τουλάχιστο όπως μου φάνηκε.

Ο λεβέντης αμαξηλάτης φάνηκε σε λίγο στην πόρτα με μια μεγάλη κούπα γεμάτη από κόκκινο Καστριώτικο κρασί. Ακούμπησε στον ορθό της πόρτας έζαψε τη μισή κούπα, έβγαλε από το στόμα του ένα ηδονικό «άαακαι μας χαιρέτησε. Ένας από μας τότε τον ρώτησε ποιοι είταν αυτοί οι ξένοι.

Όλη η μολυβένια εκείνη θλίψη, που βάραινε το σπίτι συντρίφτηκε σαν από ξαφνικό φύσημα ευσπλαγχνικού ανέμου και το παλιοσαράγι, φάνηκε σα να ξανάνιωσε, σα να ξανάγινε καινούργιο, χαρωπό!

Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. Κωστ. Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη.

Όταν η είδησις εκείνη έφθασε, μου φάνηκε σαν να εγίνουνταν γύρω μου φως. Μια τελευταία ελπίδα ζωής καλής, ζωής ωσάν εκείνη που ζήσαμε μαζή της πρώτες μέρες του γάμου μας, μου φάνηκε σαν να φωτοβολούσε στην ψυχή μου. Δεν έχασα καιρό. Έφυγα αμέσως. Κ' έφθασα εδώ την πρώτη μέρα των αγώνων Κ' αμέσως χωρίς στιγμή ν' αφήσω, έτρεξα στο Στάδιον. Μ α ρ ί α. Κ' ήσουν εκεί!

Πρώτα που το φωνοκόπι, που άκουγε από μακριά σαν κατέβαινε στο σκοτάδι, σταμάτησε μονομιάς άμα φάνηκε η παρέα τους. Δεύτερο που σα φάνηκαν και κατάπεσε η οχλοβοή, πέρασε από στόμα σε στόμα σιγανό και γοργό μουρμουρητό σαν άξαφνο σαγανάκι. Και τρίτο οι μεγαλόφωνες πάλε οι νοστιμιές, που ξανάρχισαν τώρα, είτανε σα να λέγανε τάχατες πέρα βρέχει.

&1869, Θερτή 13&. Εχειροτονήθη επίσκοπος Παραμυθιάς ο κυρ Άνθιμος Τσάτσος. &1869&. Στες 29 Θερτή ημέρα Τρίτη κατά τα ξημερώματα εκάηκαν τα Γιάννινα. Τη φωτιά την έβαλαν οι ίδιοι Τούρκοι. &1870, Απριλίου 19&. Εκάηκαν τα παλάτια τ' Αλήπασα στο Κάστρο. &1872&. Τη νύχτα της 24 Γενναριού φάνηκε ο ουρανός σκεπασμένος με ένα κόκκινο χρώμα. Οι γραμματισμένοι τώλεγαν Βόρειο Σέλας.

Έξαφνα όμως μια φιγούρα φάνηκε στην πόρτα: ψιλή, λεπτή, φορώντας στενά ρούχα γκρενά με μαύρα λουλούδια, είχε ένα στεφάνι από τριαντάφυλλα στο κεφάλι κι εδώ κι εκεί στο πρόσωπο, στο σώμα, στα πόδια κάτι που έλαμπε: τα μάτια, τα κοσμήματα, τα παπούτσια…

Έπειτα ο Τριστάνος. Κρατούσε σ' το ένα του χέρι το ξύλινο τόξο του και στο άλλο δυο μακρυές μπούκλες ανδρός. Έβγαλε την κάπα, και φάνηκε το ωραίο του σώμα. Υπεκλίθη η Ιζόλδη η Ξανθή για να τον χαιρετίση, και καθώς σηκωνότανε, με το κεφάλι στραμμένο απάνω του, βλέπει τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν, ριγμένη στο παραπέτασμα.

Απάνω στη σκάλα ένα παράξενο πράμμα φάνηκε. Σαν άνθρωπος που κρατούσε ένα μεγάλο μπόγο κόκκινο στην πλάτη του. Έπειτα ο άνθρωπος αυτόςξεχώριζε τώρα, ένα ψηλό, ξερακιανό γεροντάκιμε τον κόκκινο μπόγο στην πλάτη, επιάστηκε με προσοχή από τα σχοινιά της ανεμόσκαλας και άρχισε να κατεβαίνη με κόπο. Από πάνω ήσαν άλλοι μαζεμμένοι.

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν