Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Σε μια λάμψη αστραπής φάνηκε αντικρύ μου ένας μαύρος ίσκιος κοντά στη μεριά που πλάγιαζε η Λιώ η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα του πάρεδρου. Σαν πως άκουσα κάτι τι σαν ψιθύρισμα, σαν φιλί. Ανασηκώθηκα αγάλι' αγάλια. Κάποιος φιλούσε πολύ μεθυστικά το κορίτσι, που οι τρεμουλιαστές αναλαμπές του λυχναριού, τόδειχναν αριά και που καταλιγωμένο.

Ένα βράδυ ύστερ' από μια ψιλή βροχούλα, που το χώμα κ' οι θημωνιές σκορπίζανε μια δυνατή μυρωδιά, η Παυλίνα ένοιωσε την καρδιά της να κτυπάη μέσα στο στήθος της. Της φάνηκε παράξενο και πήγε στη λησμονημένη κούκλα της να ιδή αν κτυπούσε κ' η δική της η καρδιά. Το ίσιο και στρωτό, το κερένιο στήθος της φιλενάδας της, ήτανε απάλευτο σαν πάντα.

Αν μπορείτε να το κάμετε έργο ζωής, έργο σπουδής, αν έχετε τη θέληση, θα το καταφέρετε, γιατί απ' όπου κι αν πιάση κανείς τη δουλειά, φτάνει να την πιάση σοβαρά και ξανανιώνει ότι κι αν πιάση. Μου φάνηκε πως τέτοια ιδέα έχετε, και για τούτο μου άρεσαν οι στίχοι σας και για τούτο σας φωνάζω· Ομπρός! Τους διάβασα τρεις φορές, μα πρέπει να σας πω πως το νόημα παστρικά ακόμη δε βγήκε.

Ανάμεσα στις τόσες νεκρές φιγούρες εκείνη του φάνηκε η μόνη ζωντανή ακόμη, τόσο ζωντανή που τα ζεστά του χέρια είχαν τη δύναμη να τον ανασηκώσουν, να τον ξαναφέρουν κατ’ ευθείαν στον κόσμο των ζωντανών.

Και της έπιασα το χέρι και μου φάνηκε πως ο κόσμος είτανε δικός μου. ................................................................. Κομματάκια! κομματάκια! κομματάκια! ................................................................. Όχι! όχι! Δε θέλω ακόμη· έπρεπε πάντα να συλλογιούμαι το περιβόλι με τη χαρά του. Μου έρχεται ησυχία σαν το θυμούμαι. Αλήθεια που έφεγγε τότες πολύ!

Έπρεπε να φύγει, ν’ αφήσει ελεύθερους τους αρραβωνιασμένους ν’ αγαπηθούν, ν’ αστειευτούν, χωρίς να έχουν μπροστά τους την εικόνα του θανάτου. Και ξαφνικά, εκεί μες στο σκοτάδι, κάτω από το χράμι, του φάνηκε πως κατάλαβε γιατί δεν μπορούσε να φύγει. Υπήρχε κάτι που τον κρατούσε ακόμη μέσα στο σπίτι των αφεντικών του, σαν ένας ανεξόφλητος λογαριασμός, που έπρεπε να ξεχρεωθεί.

« Η φήμητην Κυβέρνησι » Αναστατώσεις κάμει. » Μου πέρνουνε τη στρατηγιά, » Με κάμνουν εξωμότη . . . » Αλλά! . . . και πάλι μ' έβαλαν «'Σ τη θέσι μου την πρώτη, » Όταντα όρη η Τουρκιά » Φάνηκε του Βαϊράμη.» «'Σταίς Θερμοπύλαις πέταξα, «'Στό δρόμο τόνε πιάνω, » Και του σκορπίζω το στρατό. » Και τον αναστατόνω. » Ω, . . . τότετην Αθήνα μας » Νέους εχθρούς σηκόνω » Απάνω μου.

Να προσέχης! αυτό μόνο σου λέω. Γιατί όποιος τόχει το νερό μες την αυλή, δεν πάει στο ποτάμι. . . Μου φάνηκε πονηρή η μικρή. Ξέρεις τι σου είν' αυτές οι μικρές, καθώς έγινε τώρα ο κόσμος!. . .» Έτσι δεν έπαυε η γλώσσα της Κυρίας Ευρυδίκης να στάζη γλύκα ως που βράδιασε.

Λυπάμαι σας να κάνετε αυτή την προσβολή στον άρχοντα Τριστάνο. Πολύ αργά θα είναι όταν μετανοήστε. — Φεύγα, δε σε πιστεύω. Και συ, Περινίς, συ ο Περινίς ο Πιστός, με πρόδωσες!». Πολύ περίμενε ο Τριστάνος τον Περινίς να του φέρη τη συγγνώμη της Βασίλισσας. Ο Περινίς δε φάνηκε.

Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν