Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Προχώρησε τότες η γλώσσα και φάνηκε μια ονομαστική γόνατο, γιατί η γλώσσα μας έχει τάση να ισοσυλλαβίζη τα περιττοσύλλαβα, κι αν προσέξη κανείς σ' αφτό το νόμο, έφκολα θα καταλάβη που γρήγορα θαρχίση ο λαός να λέη το πράματο, σαν που λέει το κέρατο, ταλόγατο, το γόνατο.
Μέσα σ' αυτό το φύλλο παρουσιάζονταν κάποτε, στην εφημερίδα δίνοντας όψη φιλολογικού περιοδικού, δύο νέοι, αγαπημένοι των Μουσών από τους αξιολογώτερους: δυο Γιάννηδες· ο Παπαδιαμαντόπουλος και ο Καμπούρογλους της «Ακροπόλεως» και του «Φαέθωνος», ποιημάτων, λεγόμενων επικολυρικών που βάλθηκαν να συνεχίσουν, μα που την αδυνάτιζαν δυστυχώς, την παράδοση του Ραγκαβή με το «Διονύσου πλουν» και του Παπαρρηγοπούλου με τον «Ορφέα» και με τον «Πυγμαλίωνα». Στην «Εφημερίδα των Συζητήσεων» φάνηκε μέσα σε δυο τρία της φύλλα αράδα αράδα, μία εκτεταμένη επίκριση τον «Κόδρου», γραμμένη από τον Καμπούρογλου.
Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.
Ένα πανηγύρι κάνανε στον ουρανό τα σμιγμένα χρώματα, σαν να καλούσανε όλες τις ψυχές στο γλυκό ξεφάντωμα. Ο Στρατής, με το κεφάλι σκυμμένο κάτω, δεν έβλεπε άλλο απ' το μουντό χώμα. Ένας λάκκος νεοσκαμμένος δίπλα σ' ένα περιβόλι τούφερε στα ρουθούνια μια μυρωδιά παράξενη απ' τα σπλάχνα της γης, που του φάνηκε γλυκειά σαν παρηγοριά και σαν κάλεσμα να πέση και να κοιμηθή έναν αξύπνητον ύπνο.
Ένοιωσε μέσα στα χέρια του τα στεγνά χέρια της θείας και με φόντο τον μαύρο τοίχο είδε το χλωμό πρόσωπο και τα μάτια σαν μαργαριτάρια της Γκριζέντα. Έπειτα όλες οι γυναίκες τον περικύκλωσαν, τον κοίταζαν, τον άγγιζαν, τον ρωτούσαν. Η ζεστασιά από τα σώματά τους σαν να τον διέγειρε∙ χαμογέλασε, του φάνηκε ότι βρισκόταν στο μέσο μιας μεγάλης οικογένειας και άρχισε να τους αγκαλιάζει όλους.
Τέτοιος είταν ο Αθανάσιος, και τέτοιος φάνηκε στο πολύχρονο στάδιό του. Σ' αυτή την εποχή όμως δεν έβγαινε ακόμα ολομόναχος στην παλαίστρα παρά σα βοηθός του Μητροπολίτη. Και παίρνοντας θάρρος ο Αλέξαντρος από τον πεντάξυπνο διάκο του, αναθεμάτιζε Άρειο κι Αρειανούς. Ο Άρειος όμως αν είταν ένας, οι οπαδοί του είταν αμέτρητοι κι ολοένα πληθαίνανε.
Αφού κάθισα εψές κ' έγραψα το σεριάνι μας στις Κολόννες, έγυρα κι' ακκούμπησα το λευκότριχό μου κεφάλι σ' αυτή την άγια την πέτρα που ξέρεις, ν' αναπαυτώ. Και με πήρε ύπνος κ' είδα παράξενο όνειρο. Είδα πως φάνηκε και στάθηκε στο κατώφλι ο γέρο-Βασίλης, κρατώντας από το χέρι κάποιον άλλον που δε φαινότανε, γιατί στέκουνταν απ' έξω.
Μωρέ! ποτέ δεν τόλπιζε να πάθη τέτοιο ρεζιλίκι το χωριό!.. Άξαφνα του φάνηκε πως τα κεφάλια του αητού κουνήθηκαν από τη θέση τους, κουλουριάστηκαν και κάμανε μαζί μια προσωπίδα μεγάλη. Τι μεγάλη προσωπίδα και τι παράξενη! Έπιανε όλο το χωριό. Όχι μόνον το χωριό μα και τ' άλλα περίγυρα, την Πάτρα και τον Πύργο, ακόμη και τη Ζάκυθο. Κι όσο πήγαινε όλο μεγάλωνε. Μεγάλωνε δεξιά, μεγάλωνε ζερβά.
— Είμαστε μεις που σέρνουμε μαζί μας τη δυστυχία; ρώτησε. Χαμογέλασα. Ο λόγος της μου φάνηκε υπερβολικός. — Πάμε στο τρίτο νησί. Εκεί ξέρουμε πως όλα είναι όπως είτανε, είπα. Μα η Έλσα κούνησε το κεφάλι και σηκώθηκε απότομα: — Πάμε από το δάσος, απ' τον παλιό δρόμο. Και χωρίς να περιμένη την απόκρισή μου, τράβηξε μπροστά.
Σεις η απαντοχή μας! κ’ είναι κοινό το διάφορο, γατί μια πόλη και τους θεούς τιμά σαν είναι ευτυχισμένη. Μύρομαι φοβερά μεγάλα πάθη. Μολύθηκε ο στρατός απ’ το στρατόπεδό τους, χυμίζει εδώ πολύς λαός εμπρός καβαλλαριά, μεσουρανίς που φάνηκε μου λέει το ο κουρνιαχτός χωρίς μιλιά μα μηνυτής βέβαιος κι αληθινός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν